Η πορεία του Πολυτεχνείου και η σχέση πανδημίας και δημοκρατίας

- Συντάκτης άρθρου από danaikoltsida Ημ. δημοσίευσης 15 Νοεμβρίου, 2020

Στην – ως ένα βαθμό εύλογη – αμηχανία κομμάτων και συλλογικοτήτων γύρω από το ερώτημα «τι να κάνουμε με την πορεία του Πολυτεχνείου;» η απάντηση της κυβέρνησης κάθε άλλο παρά κινήθηκε σε μια αντίστοιχη διάθεση συνεννόησης και στάθμισης των πραγμάτων. Το «εύκολο» επιχείρημα ότι «όπως δεν γιορτάσαμε την 25η Μαρτίου, το Πάσχα, την 28η Οκτωβρίου, έτσι δεν θα γιορτάσουμε και το Πολυτεχνείο» είναι από κάθε άποψη και λάθος και εκ του πονηρού.
Πρώτον, η 17η Νοεμβρίου ποτέ δεν έγινε επίσημη εθνική επέτειος. Η Δεξιά δεν το ήθελε και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να το ξορκίζει με κάθε τρόπο – από την «καθιερωμένη» πια αμφισβήτηση της ύπαρξης των νεκρών του Πολυτεχνείου και τη συστηματική προσπάθεια συκοφάντησης της «γενιάς του Πολυτεχνείου», μέχρι δηλώσεις περί «ιδεολογικής ηγεμονίας της Αριστεράς κατά τη Μεταπολίτευση» και το πρόσφατο – στα όρια μεταξύ κωμικού και τραγικού – ξέσπασμα του πρωθυπουργού στη Βουλή («Πάλι θα μας πείτε ότι μόνο αριστερά ήταν στο Πολυτεχνείο. Απλά κάποιοι δεν έφτιαξαν καριέρα πάνω στο Πολυτεχνείο, Άντε να τελειώνουμε πια με αυτά τα ιδεολογικά άβατα σε αυτή την αίθουσα. Σας τα είπα για την αντίσταση θα τα ακούσετε για το Πολυτεχνείο«), όλες της οι τοποθετήσεις δείχνουν πόσο φοβάται να αναγνωρίσει τον καθοριστικό ρόλο της εξέγερσης στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας και τον ηρωισμό των ανθρώπων που βρέθηκαν τις μέρες εκείνες και καθ’ όλη τη διάρκεια της επταετίας στην πρώτη γραμμή. Από την πλευρά του – και για τελείως άλλους (και σωστούς) λόγους – ούτε το φοιτητικό κίνημα και η Αριστερά δεν θέλησε τη μετατροπή του Πολυτεχνείου σε αμιγώς επετειακού χαρακτήρα εκδήλωση, γι’ αυτό και διαχρονικά οι ανακοινώσεις και τα συνθήματα τόνιζαν την επικαιρότητα των αιτημάτων της εξέγερσης και συνέδεαν την ιστορική μνήμη με σύγχρονες διεκδικήσεις.
Δεύτερον, αυτός ακριβώς ο τρόπον τινά διφυής χαρακτήρας της πορείας του Πολυτεχνείου, μεταξύ επετειακής εκδήλωσης τιμής και μνήμης αφ’ ενός και σύγχρονης διεκδίκησης αφ’ ετέρου είναι που καθιστά – πολιτικά και συνταγματικά – προβληματική την απαγόρευση των σχετικών εκδηλώσεων. Στο συνταγματικό και νομικό σκέλος έχουν ήδη γραφτεί πολλά. Ο πυρήνας του προβλήματος είναι ότι – σε αντίθεση με τις παρελάσεις – η πορεία του Πολυτεχνείου εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο του άρθρου 11 του Συντάγματος (δικαίωμα του συνέρχεσθαι), το οποίο δεν μπορεί να ανασταλεί και να απαγορευτεί εκ των προτέρων και εν γένει, παρά μόνο με ενεργοποίηση και υπό τις εγγυήσεις του άρθρου 48 του Συντάγματος περί κατάστασης πολιορκίας.
Στο πολιτικό σκέλος η στάση της κυβέρνησης – ανεξήγητη κατά πολλούς γιατί προκαλεί πόλωση σε ένα ζήτημα που θα μπορούσε να λυθεί συναινετικά με τα κόμματα και τις οργανώσεις που επιθυμούν να διαδηλώσουν, ώστε να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα προστασίας από την πανδημία – είναι αποκαλυπτική ως προς δύο στοιχεία : Αφ’ ενός, σε μια περίοδο που τα πράγματα δεν είναι πια ευνοϊκά για την ίδια και τα λάθη, οι παραλείψεις και οι καθυστερήσεις της, καθώς και οι ιδεολογικές εμμονές της κοστίζουν ανθρώπινες ζωές, χαμένες δουλειές και κλειστές επιχειρήσεις, η κυβέρνηση επιλέγει να ικανοποιήσει το ακραίο κομμάτι της εκλογικής της βάσης, αυτό που δεν ενδιαφέρεται για την πανδημία, αλλά για την οριστική ήττα της Αριστεράς, σύμφωνα με όσα εύγλωττα είχε πει ο υπουργός της κυβέρνησης, κ. Μ Βορίδης.
Αφ, ετέρου – και αυτό μακροπρόθεσμα είναι το σημαντικότερο – η κυβέρνηση επιδιώκει να δημιουργήσει ένα πολιτικό και συνταγματικό προηγούμενο. Η απαγόρευση όχι μόνο της πορείας, αλλά επί της ουσίας όλων των δράσεων τιμής για το Πολυτεχνείο αποτελεί «πρόβα» για την απαγόρευση άλλων διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων που είναι βέβαιο ότι θα προκύψουν το επόμενο διάστημα, από τη στιγμή που η κυβέρνηση δηλώνει σε όλους τους τόνους ότι «θα προχωρήσουμε κανονικά στην εφαρμογή του μεταρρυθμιστικού μας προγράμματος» (διάβαζε αποδιάρθρωση της εργασίας, ιδιωτικοποιήσεις κ.λπ.). Το πρόβλημα επομένως μετατοπίζεται και διευρύνεται και δεν αφορά τόσο ή δεν αφορά μόνο το τι θα γίνει μεθαύριο, αλλά το τι θα γίνει με τις κινητοποιήσεις των συνδικάτων, αν η κυβέρνηση επιμείνει να φέρει το εργασιακό νομοσχέδιο και ούτω καθεξής.
Αυτό μας φέρνει και στον πυρήνα του προβλήματος, που καθιστά αυτό το δεύτερο lockdown ριζικά διαφορετικό από το πρώτο – και βοηθάει να αντιληφθεί κανείς την απροθυμία τήρησης των μέτρων, που δεν έχει να κάνει με συνωμοσιολογία ή άρνηση της επιστήμης, αλλά με ρήξη της συναίνεσης και της αποδοχής τους από την κοινωνία, με πλήρη ευθύνη της κυβέρνησης. Κατά το πρώτο lockdown, «πάγωσαν» για κάποιες εβδομάδες όλα : όχι μόνο η κοινωνική ζωή των ανθρώπων, αλλά και η οικονομία, η νομοθετική δραστηριότητα – κυριολεκτικά τα πάντα. Σήμερα, βλέπουμε και στο πεδίο της πολιτικής το ίδιο φαινόμενο που αποτελεί σημείο τριβής και στο πεδίο της κοινωνίας. Η οικονομία παραμένει – με την εξαίρεση βασικά δύο μόνο κλάδων (εστίαση, λιανεμπόριο) – σε πλήρη λειτουργία και οι έλεγχοι για την τήρηση των ούτως ή άλλως ήπιων μέτρων από τους εργοδότες είναι μάλλον ανύπαρκτοι (ακόμα και τα σχολεία έμειναν σκοπίμως ανοιχτά, για να μην υπάρξει απουσία των εργαζομένων από τις θέσεις τους), ενώ η κοινωνική ζωή των ανθρώπων παγώνει. Αντίστοιχα, αυτό που επιδιώκεται στο πολιτικό πεδίο είναι η κυβέρνηση να συνεχίσει να λειτουργεί κανονικά, ψηφίζοντας θεμελιώδους σημασίας νομοθετήματα, που συγκεντρώνουν αντιδράσεις, χωρίς να σχετίζονται με την πανδημία, τη στιγμή που η αντιπολίτευση (πολιτική και κινηματική) θα είναι στον «πάγο».
Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει ανεκτό, ειδικά μάλιστα σε συνθήκες πλήρους ελέγχου, όχι μόνο της φυσικής (με την έννοια του δημόσιου χώρου) δημόσιας σφαίρας, αλλά και της μη φυσικής (ιδίως στο πεδίο των ΜΜΕ) – χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι θα μπορούσε οποιαδήποτε άλλη ενημερωτική δραστηριότητα να υποκαταστήσει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι.
Αν η πανδημία ήρθε για να μείνει, αν – ανεξαρτήτως των ευθυνών, που είναι γνωστές και δεν αφορούν τους πολίτες, αλλά την ηγεσία της χώρας – το lockdown είναι αυτή τη στιγμή αναγκαίο για να σωθούν ζωές, πρέπει να είναι σαφές ότι, πρώτον, δεν μπορεί να είναι μια εσαεί ανεκτή επιλογή, επειδή υποστηρίχθηκε τον Μάρτιο[1] και, δεύτερον, ότι το «πάγωμα» δεν μπορεί να αφορά επιλεκτικά κάποιους μόνο τομείς της ζωής (αυτούς που αφορούν την ουσία της ανθρώπινης υπόστασης και κορυφαία δημοκρατικά δικαιώματα, όπως αυτό της διαμαρτυρίας), τη στιγμή που η κυβέρνηση και οι εργοδότες θα συνεχίζουν ανενόχλητοι από τον κοινωνικό έλεγχο την υλοποίηση του σχεδιασμού τους.
[1] Και σε αυτό δεν συμφωνώ με απόψεις συνταγματολόγων που λένε ότι στον έλεγχο αναλογικότητας, αναγκαιότητας κ.λπ. των περιοριστικών μέτρων δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη άλλες διαθέσιμες επιλογές που έχει στη διάθεσή της μια κυβέρνηση. Γιατί τότε καταλήγουμε στο καφκικό σενάριο όπου μια κυβέρνηση ηθελημένα δεν παίρνει κανένα μέτρο πρόληψης και εν συνεχεία χρησιμοποιεί τη δική της επιλογή ως δικαιολογητική βάση για τη διαρκή λήψη μέτρων καταστολή