• Χωρίς κατηγορία

Φράγματα των χειμάρρων & διευθέτηση του χειμαρρόπληκτου φυσικού χώρου από τη δασική υπηρεσία

Sharing is caring!


(απόσπασμα από το βιβλίο του Αντώνιου Β. Καπετάνιου “ΛΙΘΙΝΟΙ ΤΟΙΧΟΙ. Τοιχίζοντας και διευθετώντας το φυσικό χώρο…”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2018

Πηγή | dasarxeio.com

«Πάντες οι χείμαρροι πορεύονται εις την θάλασσαν,
και η θάλασσα ουκ έστιν εμπιπλαμένη.
Εις τον τόπον, ου οι χείμαρροι πορεύονται,
εκεί αυτοί επιστρέφουσι του πορευθήναι».

[«Εκκλησιαστού το Ανάγνωσμα (1: 2‐11), ακολουθία Αρσενίου του Βερνικοβίτου (ή Βαρνακοβίτου)] 

Συμβούλευε ο ινδιάνος για τη γη του: «Άκου το νερό του ποταμού και πράξε». Και συνέχιζε: «Το κύλισμα του νερού, σου λέγει πώς να ενεργήσεις. Αν τα έργα σου το ταράξουν, τότε το θύμωσες και πρέπει να το ηρεμήσεις. Αλλιώς, αν δεν το κάμεις αυτό, τότε φύγε μακριάτου…» Στη λογική τούτη, της σύμπραξης και της συνοδοιπορίας με τη φύση θάπρεπε να προσαρμοστούν οι πράξες του ανθρώπου, για νάχει το οικοδόμημα της ζωής αρμονία· με τον άνθρωπο δημιουργόεν αυτώκι όχι κυρίαρχο. Κάτι που δε συνέβη στις «προοδευτικές» κοινωνίες των ανθρώπων, που προτίμησαν να να ταράξουν το φυσικόοικοδόμημα, παράνα συμπορευτούν με αυτό.

Στην αρμονία του παντός!.. Η διευθέτηση της κοίτης του χειμάρρου ενέταξε το διαμορφωμένο τεχνικό σύστημα στο ευρύτερο φυσικό, σε μια σχέση ολότητας. (πηγή: φωτογραφικό αρχείο της δασικής υπηρεσίας)

Και πρέπει τώρα οι σύγχρονες κοινωνίες, που πληρώνουν τις επιπτώσεις της κυριαρχίας τους, να επιδιώξουν την επικοινωνία με το φυσικό δημιούργημα και να ενεργήσουν με όρους προσαρμογής με αυτό, προστασίας κι αποκατάστασής του −ν’ ακολουθήσουν δηλαδή, τη συμβουλή του ινδιάνου σοφού, που μίλησε για «ηρέμισμά» της δημιουργίας, για να μην εκδιωχθούν οι άνθρωποι από αυτήν!..

Η ελληνική γη, που πολύ ταράχτηκε κατά το παρελθόν, είχε πολλά να περιμένει από τον Έλληνα των νέων καιρών, που πλέον δεν είχε τον αγώνα της σκλαβιάς (στον Τούρκο) να τον απασχολεί, παρά την έγνοια της αποκατάστασης να τον κινεί. Είχε φτάσει λοιπόν η ώρα που η ελληνική γη έπρεπε να βαστηχθεί, να κραταιωθεί, ν’ αποκατασταθεί και να «δέσει», διότι πια, το νερό στ’ οποίο ο ινδιάνος έδωσε φωνή κι αξία, δε «μιλά», δεν «καλεί», παρά «κράζει» τον Νεοέλληνα και τον καλεί να εγερθεί! Η ελληνική γη είχε πολύ υποβαθμιστεί και η ελληνική φύση πολύ καταστραφεί, π’ απαιτούνταν ένας εκ βάθρων σχεδιασμός κι αγώνας αποκατάστασής της, που τούτο επέτασσε συντονισμένη κι επιστημονικά οργανωμένη προσπάθεια, μα και πρακτική συνέπεια. 

Το έργο της αποκατάστασης της ελληνικής φύσης, της ελληνικής γης με τη γενικότερη έννοια −της τιμής της θα λέγαμε…−, ανέλαβε να διεκπαιρεώσει η δασική υπηρεσία με τους επιστήμονές της (τους δασολόγους), κι ήταν κολοσσιαίο, αφού κράτησε, με το συστηματικό τρόπο που μελετήθηκε και πραγματοποιήθηκε (όχι με τον αποσπασματικό/περιπτωσιακό των νέων καιρών), σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια (από το 1931 έως το 1976)! Προτού όμως αναφερθούμε σε αυτό, ας δούμε γιατί προτιμήθηκαν οι δασολόγοι να το πραγματοποιήσουν κι όχι οι μηχανικοί. Ήταν ένα ζήτημα των τότε καιρών, π’ απασχόλησε την επιστημονική, κι όχι μόνο, κοινότητα, κι αξίζει, για λόγους τάξης, να παρατεθεί. 

Το πρόβλημα που ανέκυψε όταν στις αρχές του 20ου αιώνα τέθηκε μετ’ επιτάσεως το μέγα ζήτημα της αντιμετώπισης της διάβρωσης στη χειμαρρόπληκτο χώρα, ήταν ότι δεν υπήρχαν εξειδικευμένοι επιστήμονες για το αναλάβουν. Αποφασίστηκε τότε να σταλθούν υπότροφοι στο εξωτερικό για να εκπαιδευτούν. Αρχικώς, το 1913, κρίθηκε ότι έπρεπε να σταλθούν πολιτικοί μηχανικοί, καθόσον το έργο απαιτούσε σε μεγάλο βαθμό υποδομή μηχανικού. Υπήρξε όμως αντίδραση από τα πανεπιστήμια του εξωτερικού, τα οποία δέχονταν μόνο δασολόγους για τέτοια εξειδίκευση (πλην της Βαυαρίας και της Ελβετίας, που δέχονταν, εξόν από δασολόγους, και πολιτικούς μηχανικούς). Έτσι αποφασίστηκε, οι δασολόγοι να εξειδικευτούν στο συγκεκριμένο αντικείμενο και το όλο έργο της διευθέτησης των χειμαρρικών ρευμάτων της χώρας και της αποκατάστασης του ορεινού χώρου ν’ αναλάβει η δασική υπηρεσία.

Ο Αντώνιος Ανδριανόπουλος το 1931, μεταφέρει για το παραπάνω ζήτημα την άποψη του καθηγητή Demontzey κι επεξηγεί: «Ο λόγος που κρίνονται προτιμητέοι οι δασολόγοι έναντι των πολιτικών μηχανικών είναι ότι γνωρίζουν με ποίον τρόπον να διαχειρίζονται τη φύση, και ότι τα έργα διευθετήσεως ορεινών ρευμάτων είναι έργα που εξυπηρετούν την φύσιν. Η γνώσιν των εις στα φυτοκομικά έργα, που αποτελούν μέρος της όλης διευθετήσεως, είναι αναμφισβήτητος. Έπειτα, ως απέδειξεν η πείρα, οι μη δασολόγοι μηχανικοί, ευρισκόμενοι ενώπιον των αποτελεσμάτων των μη τιθασσευομένων χειμάρρων, απογοητεύονται και εγκαταλείπουν την προσπάθειαν. Αντιθέτως οι δασολόγοι, συνδυάζοντες τα δομικά έργα με τα φυτοκομικά, επιτυγχάνουν τη διευθέτηση και των μάλλον ατιθάσσων χειμάρρων. Ένας επιπλέον λόγος της προτιμήσεως του δασολόγου εις τας διευθετήσεις χειμάρρων είναι, ότι ούτοι είναι εθισμένοι εις την τραχείαν ζωήν της ορεινής υπαίθρου από νεότητος και συγκεντρώνουν κεφάλαιον γνώσεων και πείρας ως προς τας φυσικάς δυνάμεις, πράγμα που τους επιτρέπει να εργάζωνται με μικρά μέσα και να χρησιμοποιούν όλα τα υπό της φύσεως και τοπικών συνθηκών παρεχόμενα πλεονεκτήματα. Αρμόζει μετά τούτων η χρησιμοποίησις δασολόγων στο αντικείμενο της διευθετήσεως των ορεινών ρευμάτων, ως των πλέον αρμοδίων και συνεπών για την άσκησή του, καθώς και δια την διεκπαιρέωσιν του όλου έργου» (Ανδριανόπουλος Αντ., «Μηχανικοί ή δασολόγοι διά τη διευθέτησιν των χειμάρρων;», περιοδικό «Δασική Επιθεώρησις», έτος Α ́, τεύχος 1ο, Αθήνα 1931). 

Έτσι συγκροτείται το 1931 στις τάξεις της δασικής υπηρεσίας η Υπηρεσία Χειμάρρων, σύμφωνα με το άρθρο 169 νόμου 4173/1929, που έργο της είχε ν’ αποκαταστήσει τον υποβαθμισμένο λόγω της διάβρωσης ορεινό κι ημιορεινό ελληνικό χώρο μ’ έργα τεχνικά και φυτοκομικά/αναδασωτικά. Παρά το γεγονός ότι προβλέπονταν η υπηρεσία αυτή να στελεχωθεί και με τρεις πολιτικούς μηχανικούς, εντούτοις δεν εκδηλώθηκε σχετικό ενδιαφέρον και συγκροτήθηκε αποκλειστικώς από δασολόγους. Αργότερα, με την τεχνογνωσία που απεκτήθη σ’ επίπεδο δασικής υπηρεσίας στο συγκεκριμένο αντικείμενο, αλλά και της σημασίας που εδόθη σε πανεπιστημιακό επίπεδο στη σπουδή του αντικειμένου τούτου στη Δασολογική Σχολή, κρίθηκε ότι η παρουσία πολιτικών μηχανικών στην Υπηρεσία Χειμάρρων ήταν περιττή (χώρια που δεν εμφανίστηκαν, όταν καλέστηκαν, να τη στελεχώσουν…), κι έτσι αυτοί εξήχθησαν από το οργανόγραμμά της και στη συνέχεια το έργο ανελήφθη εξ ολοκλήρου από δασολόγους.

Οι δασολόγοι, το λοιπόν, «άκουσαν» το νερό, όπως ο σοφός Ινδιάνος το ζήτησε −τώχουν εξάλλου στη φύση της επιστήμης τους να το ακούν!−, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμά του, με τ’ οποίο ζητούνταν να γενεί νοός της φύσης ο άνθρωπος. Ενήργησαν αφουγκραζόμενοι τη γη, με την οικολογική αντίληψη της επιστήμης τους να τους κινεί και ν’ ακολουθεί η τεχνοκρατία, η μηχανική, η μαθηματική. Είχαν συνειδητοποιήσει ότι η γη ήθελε να της φερθείς σύμφωνα με το πνεύμα της κι αγγιχτός, ένστιχτος και διάπυρος του σκοπού της να γενείς, σύμφωνος των νόμων της, φτιάχνοντας έργα αρμοστά της. Να την ξετάσεις ήθελε, να τη μελετήσεις, μα προπαντός να τη νοιώσεις· νάχεις συνείδηση γι’ αυτήν. 

Σε τούτο τελικώς φαίνεται πως προέτρεπε ο καλός ινδιάνος με την παραπάνω συμβουλή του: στ’ ό,τι ο άνθρωπος πρέπει ν’ «ακούει» τη φύση, να «μιλά» μαζί της· δηλαδή να τη νοιώθει. Αν στείρα και τεχνοκρατικά τη δει, τότε θ’ αποβληθεί από αυτήν, γιατί ξένος της θάναι. Ως τέτοιος, δε θα τη νοιώθει και θα την πληγώνει με τις ενέργειές του και γενικότερα με το βίο του, ενώ αυτή θ’ αντιδρά απογινόμενη. Η αντίδρασή της θεωρείται εκδίκηση, είν’ όμως το φυσικό επόμενο της ανισορροπίας που συνετελέσθη. Το «ηρέμισμά της», που συμβούλευε ο ινδιάνος, είναι το ξαναπλησίασμά της από τον άνθρωπο πώχει διαισθανθεί το βάρος των ενέργειών του κι επιγνωσμένος για το κακό που εγίνη, αναφαίνεται ως δημιουργός αναθεωρώντας το μέλλον του. 

Έχοντας ως πραμάτεια την ιδέα και την επιστήμη, και με αέρα (τον καθάριο, του βουνού…) κι όνειρο −κατά τη στιχουργική προτροπή του Διονύσιου Σολωμού…−, ξεκίνησαν οι δασολόγοι της δασικής υπηρεσίας τον αγώνα κατά της διάβρωσης της χώρας. Είχαν λιγοστή βοήθεια και πολλήν αντιξοότητα σ’ αυτό τους το σκοπό, μα είχαν το κίνητρο και τη θέληση της δημιουργίας για την πρωτόπειρη κι εξαιρετικά δύσκολη τούτη προσπάθεια, που η ευόδωσή της θα προσέφερε τα μέγιστα στην ελληνική φύση μα και στον βασανισμένο Έλληνα. Δεν έπρεπε λοιπόν ν’ απογοητεύσουν κανέναν −επιπροσθέτως, ούτε και τον εαυτό τους… 

Η προσπάθεια ξεκίνησε −όπως προείπαμε− στο Μεσοπόλεμο, με τη συγκρότηση της Υπηρεσίας Χειμάρρων το 1931. Με μόνο τρεις δασολόγους στο αρχικό σχήμα, οι οποίοι εκπαιδεύτηκαν στη Γαλλία, η οποία είχε αναπτύξει την επιστήμη της δασικής φραγματικής, με λίγες δεκάδες χιλιάδες δραχμών για προϋπολογισμό, μ’ ελάχιστα μέσα κι εφόδια για το έργο τους, και με τη δυσπιστία διάχυτη παντού για την προσπάθειά τους, οι πρωτουργοί κείνοι ξεκίνησαν πολύ δύσκολα, αλλά…, είχαν τον αγέρα και τ’ όνειρο να τους κινεί! Επικεφαλής της πρώτης επιστημονικής ομάδας για τους χειμάρρους ήταν ο εμβληματικός δασολόγος Αναστάσιος Κοφινιώτης, ο μέντορας της χειμαρρολογίας στην Ελλάδα, και συνοδοιπόροι του οι δασολόγοι Ν. Μεταξάς και Γ. Μαρίνος. 

Μια ιστορική φωτογραφία: το επιστημονικό επιτελείο της Υπηρεσίας Χειμάρρων και της τοπικής δασικής υπηρεσίας φωτογραφίζονται στα αποπερατωθέντα διαδοχικά φράγματα κλάδου Νεβροβουνίστας Μουζακίου το έτος 1932. Στελεχώνοντας την περίφημη Υπηρεσία Χειμάρρων της δασικής υπηρεσίας, έστησαν όλο το οικοδόμημα της ανάταξης του χειμαρρόπληκτου ελληνικού φυσικού χώρου. Αξίζει τιμή σε αυτούς και το έργο τους, τ’ οποίο δυστυχώς δεν έχει αναγνωριστεί έως σήμερα, αν κι αποτελεί σημαντικό/κορυφαίο τεχνικό και περιβαλλοντικό επίτευγμα, αξιοσημείωτο για τα δεδομένα της εποχής. Διακρίνονται από αριστερά προς τα δεξιά οι εξής δασολόγοι: Αν. Κοφινιώτης, Ν. Μεταξάς, Λ. Οικονομίδης, Σ. Τσιτσάς και Ι. Ζαζάς.
(πηγή: φωτογραφικό αρχείο της δασικής υπηρεσίας)

Βεβαίως, η πρώτη απογοήτευση δεν άργησε να έλθει, στο πρώτο κιόλας έργο τους, που όμως δεν τους έκαμψε. Ήταν η διευθέτηση του καταστρεπτικού χειμάρρου της Κανδήλας Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας, τον οποίο κλήθηκαν να διευθετήσουν το 1931 μετά από εκκλήσεις προς το Υπουργείο των κατοίκων της περιοχής, που πλήττονταν από τη δράση του. Μελετήθηκε η περιοχή, συντάχθηκε η μελέτη του έργου κι άρχισε η υλοποίησή του με αυτεπιστασία της Υπηρεσίας Χειμάρρων. Κι ενώ υλοποιήθηκε μέρος των έργων που μελετήθηκαν (πραγματοποιήθηκαν κυρίως τα τεχνικά έργα), οι κάτοικοι της περιοχής αρνήθηκαν να συνδράμουν περαιτέρω με την καταβολή της συμφωνημένης προσωπικής εργασίας τους, θεωρώντας ότι αυτό που έπρεπε να γίνει, έγινε! Δεδομένης δε της έλλειψης κονδυλίων για την κάλυψη των εργατικών, το έργο σταματήθηκε χωρίς να ολοκληρωθεί. 

Κατόπιν, οι δασολόγοι της Υπηρεσίας Χειμάρρων κατέβηκαν στη Μεσσηνία και διευθέτησαν το χείμαρρο Χάραδρο της ορεινής λεκάνης του Νέδοντα, και στη συνέχεια, το έτος 1932, ανέβηκαν στη Θεσσαλία οπού ανέλαβαν τη διευθέτηση του εξαιρετικά επικίνδυνου και καταστρεπτικού χειμάρρου Πάμισσου, που με τη χρόνια δράση του δημιούργησε εκτεταμένα φαινόμενα γεωλισθήσεων και διαβρώσεων στην ορεινή περιοχή της Καρδίτσας, κι οδήγησε στην εγκατάλειψη χωριών. 

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, η εταιρεία Μπουτ, που εκτελούσε τα υδραυλικά έργα της πεδιάδας της Θεσσαλίας, εντυπωσιάστηκε από την αποτελεσματικότητα των έργων της Υπηρεσίας Χειμάρρων στον θεσσαλικό Πάμισσο και τα χρηματοδότησε μέχρι το έτος 1940, για να συνδυαστούν με τα δικά της στη θεσσαλική πεδιάδα.

Μετά, η Υπηρεσία Χειμάρρων στράφηκε στη διευθέτηση των επικίνδυνων χειμάρρων του Νομού Σερρών, του Γλαύκου στην Πάτρα, του Σελινούντα στο Αίγιο, του Ξηροπόταμου στο Βάλτο Αιτωλοακαρνανίας κι αλλού ανά τη χώρα με χειμαρρόπληκτες περιοχές. Το πετυχημένο έργο της «ανάγκασε» την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Γεωργίας να την προσέξει και να τη ενισχύσει. 

Ανελήφθη έτσι, το έτος 1934, μετά το πετυχημένο έργο της δασικής υπηρεσίας στη διευθέτηση του χειμαρρόπληκτου ελληνικού χώρου, με την ψήφιση του νόμου 6226/1934, η πολιτική πρωτοβουλία αναδιάρθρωσης της Υπηρεσίας Χειμάρρων ως προς τη δομή, την οργάνωση και τις αρμοδιότητές της. Με βάσει το νόμο αυτόν στελεχώθηκε με δώδεκα δασολόγους κι είχε προϋπολογισμό 4,5 εκατ. δραχμές.

Με το νόμο 6226/1934, η Υπηρεσία Χειμάρρων άλλαξε δομή αποτελούμενη από δύο δασολόγους επιθεωρητές τεχνικών έργων με βαθμό Επιθεωρητή, και δέκα δασολόγους μελετητές με βαθμό Δασάρχη. Το έργο αυτών, μετά και τη σχετική τεχνογνωσία που απεκτήθη, επεκτάθηκε στην τοπογράφηση και χωροστάθμηση δασικών περιοχών, καθώς και σε κάθε άλλη τεχνική και φυτοτεχνική εργασία που εκτελείτο σε δασικές περιοχές, αποκλείοντας ουσιαστικά άλλον επιστήμονα να ενεργήσει στο δασικό χώρο, για να υπάρχει το ενιαίο και σύμφωνα με τους κανόνες της οικολογικής επιστήμης και της μηχανικής τού σχεδιασμού και της υλοποίησης των δασοτεχνικών έργων από έναν επιστημονικό φορέα. 

Το έργο, αλί, της υπηρεσίας αυτής θεωρήθηκε από τους κακόπιστους, τους υπονομευτικούς και τους αδαείς, άσκοπο! −έλεγαν: γιατί να προσπαθείς σε χωρίς ελπίδα γη, σε σκελετωμένη κι άγονη γη; Θεωρήθηκε υπερβολικό το έργο αυτό, γι’ αυτό κι αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία, ακόμα και με πόλεμο, από την απαίδευτη ελληνική κοινωνία της εποχής του Μεσοπολέμου −όχι μόνο των χωρικών, αλλά και της επιτηδευμένης αστικής τάξης, η οποία υποστήριζε ότι σπαταλούνται χωρίς πρακτικό αποτέλεσμα τα διατιθέμενα ποσά, τα οποία προκύπτουν από τους φόρους της! 

Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση δύο αδελφών από χωριό της Καρδίτσας, που τον Απρίλη του 1936 ανατίναξαν με δυναμίτιδα το φράγμα του κλάδου Κερασιάς του χειμάρρου Πάμισσου, επειδή φοβήθηκαν μήπως με την ανύψωση των νερών πλημμυρίσει ο αγρός τους! 

Το κωμικοτραγικόν αυτής της ιστορίας, δηλοί το τραγικόν της καταστάσεως της ελληνικής κοινωνίας, αφού δείχνει ότι τούτη, αν και υπέφερε από τα δεινά φθοράς της γης της, μολοντούτο δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί την αποκατάστασή της, έχοντας συνηθίσει στο άγος, που ως δηλητήριο την εξασθενούσε (εν είδος μιθριδατισμού).Φαίνονταν έτσι ως ακραίο στην ελληνική κοινωνία ν’ αποκαθιστάς την υποβάθμιση, ν’ αναβαθμίζεις και να επαναφέρεις κείνο που χάνεται, και σ’ επέκρινε ή σε πολεμούσε γι’ αυτό, ωσά να ήθελε τη φθορά της γης!.. −μην όμως το «θετικά ακραίο», που προσάπτεται ως κατηγόρια σχεδόν, επειδή αποκαθιστάς, δεν είναι το πρωτοποριακό κι αναγκαίο τελικά της (κάθε) εποχής, για τη μεταλλαγή της, για το προχώρημά της, εν αντιθέσει με το αρνητικά ακραίο των αντιδρώντων στη θεραπεία της αρνητικής κατάστασης;

Φράγμα του κλάδου Κερασιάς του θεσσαλικού Πάμισσου μετά την κατασκευή του το 1934 (πριν ανατιναχθεί).
(πηγή: φωτογραφικό αρχείο της δασικής υπηρεσίας)

Το φράγμα του κλάδου Κερασιάς του θεσσαλικού Πάμισσου ανατιναγμένο από χωρικούς τον Απρίλιο του 1936.
(πηγή: περιοδικό «Δασική Ζωή», έτος Ε ́, αριθ. τευχών 51‐52, Μάρτιος‐ Απρίλιος 1937)

Εντύπωση προκάλεσε σε όλους όσους ασχολήθηκαν με την υπόθεση της ανατίναξης του φράγματος του κλάδου Κερασιάς του χειμάρρου Πάμισσου, η στερεότης και η αντοχή του φράγματος, αφού διαλύθηκε μόνον το τμήμα του όπου τοποθετήθηκε η δυναμίτιδα, ενώ το υπόλοιπο παρέμεινε ακέραιο και συμπαγές, χωρίς περαιτέρω ζημιά. Μάλιστα, κατόπιν επισκευής του από την Υπηρεσία Χειμάρρων του Υπουργείου Γεωργίας, το φράγμα λειτούργησε κανονικά. Τούτο δηλοί το άριστον, το στέρεο της κατασκευής των έργων που εκτελούνταν από τη συγκεκριμένη υπηρεσία στους χειμάρρους της χώρας. Αντλούμε σχόλιο από τον τύπο της εποχής: «Το φράγμα χάρις εις την αρίστην κατασκευήν του, ήτις διεπιστώθη, τόσον υπό των δασολόγων της Υπηρεσίας Χειμάρρων, όσον και υπό των μηχανικών της υπηρεσίας Δημοσίων Έργων, άντεσχε εις τον κλονισμόν, και το ανυποστήρικτον τμήμα του τοίχου, αν και έμεινε κρεμασμένον εις το κενόν, δεν κατέρρευσεν. Η ζημία επανορθώθη αυθωρεί υπό της Υπηρεσίας Χειμάρρων, αντί 15.000 δρχ.» (περιοδικό «Δασική Ζωή», έτος Ε ́, αριθ. τευχών 51‐52, Μάρτιος‐Απρίλιος 1937). 

Η αίσθηση της δημιουργίας που διακατείχε τους ανθρώπους π’ αποκαθιστούσαν τους τόπους και ξαναστήναν τη γη ήταν διάχυτη, καθώς ο ορεινός κι ημιορεινός χώρος αναδομούνταν −μετά τη χρόνια υποβάθμισή του− με τις αρχές λειτουργίας της φύσης. Ενεργούσαν με πνοή δημιουργού, πλάστη. Ήταν έργο το παραπάνω ποιητή της γης, νοού κι έντρυφού της, που κεκοπιακώς και με περισσή προσπάθεια πραγματοποιείτο, κι είχε θαυμαστή δεξιότητα και φλογερά εκτέλεση, γιατί είχε σκοπό και προορισμό, και διέπονταν από την υψηλή ευθύνη της δημιουργίας και τη συνείδηση για τη γη. Με ιδέα κι όνειρο πραγματοποιείτο, κι είχε τον αγέρα της ελπίδας, πώδινε δύναμη, μα και «θρασύτητα» στον ενεργούντα –τη «θρασύτητα» ν’ αντιπαλεύεις το φυσικό «θεριό» που με ανθρώπινη ευθύνη δημιουργήθηκε, τη διάβρωση, και να το καταστέλλεις! 

Η ποιητική της δημιουργίας έκαμε τον άνθρωπο πλαστουργό. Γι’ αυτό κι η τεχνική γεννούσε τέχνη, και το έργο προσέχονταν στη λεπτομέρειά του, και γένονταν υψηλό· αν και κατά βάσιν προσωρινό! Η έννοια του προσωρινού στην οποία αναφερόμαστε, απορρέει από το γεγονός ότι η φραγματική κατασκευή είχε συγκεκριμένη χρονική αναφορά, σχετιζόμενη με τη χειμαρρική δράση (που μπορεί να διαρκούσε από μία δεκαετία έως λίγες επόμενες, εξαρτημένου του χρόνου αυτού από την ισχύ του χειμαρρικού φαινομένου). Μετά την πλήρωσή του με φερτά υλικά το φράγμα καθίστατο ανενεργό, έχοντας επιτελέσει το σημαντικό ρόλο του στην ανάσχεση της χειμαρρικής ροής και στην κατακράτηση φερτών υλών. Πλην όμως, το όλον έργο της διευθέτησης ήταν διαχρονικό, με ευεργετικές επιπτώσεις για τη φύση και τον άνθρωπο, λόγω της σύνολης αποκατάστασης που επιτυγχάνονταν. Τα φράγματα μολοντούτο, ως δομικές παρουσίες μπορούσαν να συνεχίσουν να υφίστανται, μετά τη διευθέτηση του χειμαρρικού φαινομένου. 

Υπήρχε σέβας στη μήτηρ γη, γι’ αυτό και η προσπάθεια αποσκοπούσε στο ν’ αναδειχθεί αυτή και να ωραιωθεί με το ανθρώπινο έργο. Υπήρχε παράλληλα αίσθηση ευθύνης για τη σημαντικότητα του έργου που επιτελούντο, ώστε αυτό να πραγματωθεί ικανά και σταθερά. Υπήρχε το συνειδησιακό καθήκον ν’ αποκατασταθεί ο ορεινός χώρος, ο οποίος, αν δεν τύχαινε της φροντίδας που έπρεπε, θα κατέρρεε. Έπρεπε το λοιπόν κείνοι οι πλαστουργοί να ορθώσουν το δημιούργημα, να το στεριώσουν, να το κάμνουν κραταιό. Γι’ αυτό και τα έργα τους ήταν έδραια, ικανά στην αντοχή, ενάντια στη στέρηση, αποτελώντας έργα υποδομής του ορεινού και ημιορεινού χώρου, θέμελα έργα στην αποκατάσταση του φυσικού χώρου· μα κι όμορφα, ωσά της γης αναφυήματα. 

(απόσπασμα από το βιβλίο του Αντώνιου Β. Καπετάνιου “ΛΙΘΙΝΟΙ ΤΟΙΧΟΙ. Τοιχίζοντας και διευθετώντας το φυσικό χώρο…”, ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 2018

:

.

Πηγή: Φράγματα των χειμάρρων & διευθέτηση του χειμαρρόπληκτου φυσικού χώρου από τη δασική υπηρεσία | dasarxeio.com

s

n

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...