Νεοφιλελεύθερες αστικές πολιτικές : εξευγενισµός, δηµιουργικές πόλεις και city branding

Sharing is caring!

δυο διάσημα γκραφίτι-μουράλ της ιταλικής κολεκτίβας Μπλου (Βlu) που υπήρχαν στην οδό Κούβριστρασε (Cuvrystraße) στο Κρόιτσμπεργκ του Βερολίνου. Η μια τοιχογραφία εικονοποιούσε ένα γιάπη χωρίς κεφάλι που φτιάχνει την γραβάτα του και φοράει δυο χρυσά ρολόγια ρόλεξ, τα οποία δένονται μεταξύ τους με αλυσίδα ώστε να φαίνονται σαν χειροπέδες, και η άλλη δύο καλυμμένα με κουκούλες πρόσωπα που η μια αποκα- λύπτει την άλλη σχηματίζοντας η πρώτη με τα δάχτυλά της το σύμβολο «Ε» για την «Ανατολή (East)» και η δεύτερη το σύμβολο «W» για τη «Δύση (West)».

Κατεξοχήν

Κατεξοχήν πεδίο εφαρµογής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών αποτελούν οι πόλεις (Harvey, 1989· Mitchell, 2003· Smith, 1996), οι οποίες έχουν µετατραπεί σε σηµαντικούς γεωγραφικούς στόχους και εργαστήρια για µια ποικιλία από νεοφιλελεύθερα πειράµατα ή όπως το διατυπώνει ο Van Gent (2012:

2) οι πόλεις αποτελούν «µια από τις πιο εξέχουσες τοποθεσίες του νεοφιλελευθερισµού».

Ο νεοφιλελευθερισµός, µε τη σηµερινή του εκδοχή αναδύθηκε τη δεκαετία του ’70 ως απάντηση στην κρίση του κεϋνσιανού µοντέλου του κράτους πρόνοιας και περιλαµβάνει µεταξύ άλλων τις laissez-faire πολιτικές, τις ανοιχτές, ελεύθερες και ανταγωνιστικές αγορές, το ελεύθερο εµπόριο, τον µονεταρισµό, την άρση των προστατευτικών ορίων, τις ιδιωτικοποιήσεις, την κατοχύρωση και προστασία των δικαιωµάτων ιδιοκτησίας και την απορρύθµιση και συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας.

Συνοπτικά τα κρίσιµα σηµεία για τον νεοφιλελευθερισµό είναι τα παρακάτω:

  • Πρώτον, οι εκφράσεις, οι πολιτικές και οι επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισµού ποικίλουν και διαφέρουν στις επιµέρους πόλεις, χώρες και κλίµακες.
  • Δεύτερον ως συνέπεια του πρώτου σηµείου είναι κοινή διαπίστωση ότι περισσότερο πρόκειται για διαδικασίες νεοφιλελευθεροποίησης παρά για ένα κλειστό πλήρως ολοκληρωµένο νεοφιλελεύθερο σύστηµα.
  • Τρίτον, οι διαδικασίες νεοφιλελευθεροποίησης δεν είναι αντίθετες προς την κρατική ρύθµιση, αλλά όλο και περισσότερο και ιδίως εντός της τρέχουσας κρίσης, εµπλέκονται µε κρατικές πολιτικές, καθώς και µε διαδικασίες ενίσχυσης της αποκαλούµενης κοινωνικής επιχειρηµατικότητας της «κοινωνίας των πoλιτών».
  • Τέταρτον, οι διαδικασίες νεοφιλελευθεροποίησης εµπλέκονται µε τα πολλαπλά συστήµατα εξουσίας, καταπίεσης και διακρίσεων, αξιοποιούν και αλληλοενισχύονται µε την πατριαρχία, τον φασισµό, τον ρατσισµό και τις ποικίλες διακρίσεις µε βάση το φύλο, την τάξη, το έθνος/εθνότητα, την κουλτούρα κτλ.

Εδώ εξετάζονται αναλυτικότερα οι νεοφιλελεύθερες αστικές πολιτικές όπως αυτές εκφράζονται µε τις λεγόµενες ρεβανσιστικές αστικές πολιτικές, τις πολιτικές εξευγενισµού, δηµιουργικής πόλης, και city branding.

1.  Νεοφιλελευθεροποίηση των πόλεων

Η λεγόµενη νεοφιλελευθεροποίηση των πόλεων µπορεί να ταξινοµηθεί σε τρεις περιόδους.

Ως πρώτη περίοδος

αναγνωρίζεται η εποχή από τον Β’ Παγκόσµιο Πόλεµο έως τη δεκαετία του ’70, κατά την οποία επικρατεί η λεγόµενη «Κεϋνσιανή πόλη», στην οποία θεµελιώνονται οι υποδοµές για την ανάδυση  του νεοφιλελευθερισµού  µε κρατικές  επενδύσεις σε  έργα υποδοµών, κοινωνικής κατοικίας, πρόνοιας, εκπαίδευσης, υγείας κτλ. (Castells, 1977[1972]· Brenner and Theodore, 2002· Marcuse, 1985).

Ως δεύτερη περίοδος

θεωρείται η εποχή από τα τέλη της δεκαετίας του ‘70 έως την πρώτη δεκαετία του 2000. Σε αυτή την περίοδο λαµβάνουν χώρα η απορρύθμιση, συρρίκνωση και αποκέντρωση του κράτους µε περικοπές των κρατικών δαπανών, ιδιωτικοποίηση υποδομών, απελευθέρωση των αγορών και ταυτόχρονα ενίσχυση των εξουσιών των τοπικών δήμων, προβολή και ανταγωνισμό των πόλεων και υιοθέτηση των πολιτικών της λεγόμενης «επιχειρηματικής πόλης» (entrepreneurial city), στην οποία όλο και περισσότερο σημαντικό ρόλο αποκτά η αποκαλούμενη «πολιτισμική επιχειρηματικότητα» (culturepreneur)  για την προσέλκυση επενδύσεων. Οι παραπάνω εξελίξεις εκφράζονται µε τις πολιτικές «εξευγενισμού» (gentrification), µε τις πολιτικές του «city branding» και της «δηµιουργικής πόλης» (creative city). Συνέπεια των παραπάνω πολιτικών αποτελεί µεταξύ άλλων η αύξηση των τιµών γης, τα περίκλειστα µεγάλα αναπτυξιακά αστικά πρότζεκτ, τα περίκλειστα εµπορικά κέντρα-mall, οι ειδικές οικονοµικές ζώνες, οι περίκλειστες κοινότητες (gated communities), οι τεχνοπόλεις, οι fast track πολιτικές που παρακάµπτουν την επίσημη νοµοθεσία, η ελαστικοποίηση της περιβαλλοντικής νοµοθεσίας, η επιτήρηση των δηµόσιων χώρων, η ιδιωτικοποίηση της κοινωνικής κατοικίας, οι πολιτικές αύξησης των ενοικίων και η εκτόπιση «µη-επιθυµητών» πληθυσµιακών οµάδων (Jessop, Peck and Tickell, 1999· Harvey, 1989· Smith, 1996).

Στην τρίτη περίοδο,

η οποία συµπίπτει µε την τελευταία δεκαετία και εκδηλώνεται εντός της τρέχουσας κρίσης, συνεχίζονται και εντείνονται οι πολιτικές της προηγούµενης περιόδου και ταυτόχρονα εµπλουτίζονται µε δικτυακές µορφές διακυβέρνησης, το κράτος αναλαµβάνει όλο και περισσότερο το ρόλο του επιχειρηµατία-µάνατζερ µε συµπράξεις δηµοσίου-ιδιωτικού τοµέα, καθώς επίσης δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην επιχειρηµατική ενεργοποίηση της λεγόµενης «δηµιουργικής τάξης» και της «κοινωνίας των πολιτών», που σηµαίνει τον σφετερισµό των κοινωνικών σχέσεων, δικτύων και της κοινωνικής συνεργασίας µέσω της επιστροφής ή της επανεφεύρεσης θεσµικών και κοινωνικών µορφών συλλογικής οργάνωσης (Peck, Theodore and Brenner, 2010· Harvey, 2013[2012]).

2.  Εξευγενισµός και ρεβανσιστική πόλη

Ο αποκαλούµενος «εξευγενισµός» (gentrification)1 των πόλεων αποτελεί τις τελευταίες δεκαετίες µια από τις κυρίαρχες παγκόσµιες τάσεις αστικού µετασχηµατισµού. Πρωτοαναφέρθηκε από την κοινωνιολόγο Ruth Glass το 1964 για να περιγράψει την κοινωνικοχωρική µεταβολή της συνοικίας του Ίσλινγκτον στο δυτικό Λονδίνο, η οποία στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 από εργατική γειτονιάµετατράπηκε σε περιοχή µεσαίας τάξης. Σύµφωνα µε την περιγραφή της Glass (1964: xviii):

«Μία-µία, πολλές από της εργατικές γειτονιές του Λονδίνου κυριεύθηκαν από τις µεσαίες τάξεις – ανώτερες και κατώτερες. Χαµόσπιτα, στάβλοι και αγροικίες, δύο δωµάτια στον πάνω και δύο στον κάτω όροφο, καταλήφθηκαν όταν εξαντλήθηκαν οι εκµισθώσεις τους, και έγιναν κοµψές, ακριβές

1   Η ετυµολογία του όρου «gentrification» παραπέµπει στο ρήµα «gentry», το οποίο προέρχεται από το γαλλικό «genterise» του 14ου αιώνα, που σήµαινε «αυτός που έχει γεννηθεί ευγενής» και το χρησιμοποίησαν έπειτα οι Άγγλοι λόρδοι και φεουδάρχες τον 16ο αιώνα για να δηλώσουν την κοινωνική τάξη των «gentlemen», δηλαδή των αριστοκρατών που σταδιακά έχαναν την εξουσία τους από την αναδυόμενη τάξη των εµπόρων στα πλαίσια της µετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό.

κατοικίες (…). Όταν αυτή η διαδικασία “εξευγενισµού” ξεκινά σε µια περιοχή, συνεχίζει ταχέως µέχρι όλοι ή οι περισσότεροι αρχικοί ένοικοι της εργατικής τάξης να µετατοπιστούν και να αλλάξει ο συνολικός κοινωνικός χαρακτήρας της περιοχής.»

Ήδη από την περιγραφή της Glass γίνεται φανερό ότι στόχος του εξευγενισµού είναι η εκτόπιση και όπως επισηµαίνει ο Marcuse (1985: 196) «η αποµάκρυνση συγκεκριµένων κοινωνικών οµάδων είναι στόχος του εξευγενισµού, όχι µια παρενέργεια». Συνηγορώντας µε την παραπάνω διαπίστωση ο Smith (2012[2002]: 64) ισχυρίζεται ότι «είτε στην αλλόκοτη µορφή της, που αντιπροσωπεύεται από τους αχυρώνες της Glass, είτε στην κοινωνικά οργανωµένη µορφή του 21ου αιώνα, ο εξευγενισµός προµηνύει τον εκτοπισµό των κατοίκων της εργατικής τάξης από τα αστικά κέντρα.»

Ο εξευγενισµός θεωρείται ότι έχει τις ρίζες του στο λεγόµενο ρεύµα του «ρεβανσισµού», καθώς εκφράζεται µε την εκδίκηση-βεντέτα «ενάντια στους εργαζόµενους, τους µετανάστες και τους οµοφυλόφιλους, τους έγχρωµους και τους άστεγους, τους καταληψίες και σε όποιον διαµαρτύρεται δηµόσια» (Smith (2012[2002]: 27). Οι παραπάνω κατηγορούνται γιατί «έκλεψαν τη [πόλη] από τον λευκό µεσοαστό που βλέπει την πόλη σαν κτήµα του» (ο.π.: 27). Ο Harvey (2013[2012]: 47) επεκτείνοντας την παραπάνω προσέγγιση υποστηρίζει ότι o εξευγενισµός έχει τις ρίζες του τόσο στους «ρεβανσιστές» και τους «υπέρµαχους της παράδοσης», όσο και στο έργο της Jane Jacobs (1961) 2   που  από  διαφορετικές  θεωρητικές  αφετηρίες  θέλησαν  να  αντιτάξουν  στον  «θηριώδη µοντερνισµό των µεγάλης κλίµακας έργων», καθώς και «στην εντεινόµενη προαστοιοποίηση που επικρατούσαν έως τη δεκαετία του ‘60» ένα «διαφορετικό είδος αισθητικής της πόλης µε επίκεντρο την ανάπτυξη της τοπικής γειτονιάς, την ιστορική διατήρηση και τελικά τον εξευγενισμό των παλιών περιοχών» (Harvey, 2013[2012]: 47-48).

Από την εποχή που πρωτοδιατύπωσε η Glass τον ορισµό για την αλλαγή της κοινωνικής σύνθεσης του Λονδίνου είναι κοινή διαπίστωση ότι ο εξευγενισμός εξαπλώνεται µε αλµατώδεις ρυθµούς σε όλες τις µητροπόλεις και όπως ισχυρίζεται ο έχει γίνει «η παγκόσμια αναπτυξιακή στρατηγική για τις πόλεις, έστω και µε διαφορετικές λογικές, ιστορίες, και επίπεδα επενδύσεων real estate» (Smith, 2012[2002]).

Συνοπτικά διακρίνονται τρεις γενιές εξευγενισµού, οι οποίες συµπίπτουν µε τις τρεις περιόδους νεοφιλελευθεροποίησης που ήδη αναφέρθηκαν. Η πρώτη γενιά εξευγενισµού θεωρείται ότι ξεκινά τη δεκαετία του 1950, και αφορά το λεγόµενο «σποραδικό εξευγενισµό», όπως τον παρατήρησε η Glass και σύµφωνα µε τους Hackworth και Smith (2001: 466) «χρηµατοδοτούνταν από το δηµόσιο τοµέα, καθώς οι τοπικές [αρχές] και η κεντρική κυβέρνηση προσπαθούσαν να ανατρέψουν την “παρακµή” του κέντρου της πόλης». Η δεύτερη γενιά αφορά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, κατά τις οποίες ο εξευγενισµός συσχετίστηκε µε ευρύτερες νεοφιλελεύθερες διαδικασίες αστικής και οικονοµικής αναδόµησης. Πρόκειται για τη «φάση αγκύρωσης» του εξευγενισµού. Η τρίτη περίοδος αναδύεται τη δεκαετία του 1990 και θεωρείται ως η γενίκευση του εξευγενισµού. Σήµερα ο εξευγενισµός δεν περιορίζεται στα κέντρα των πόλεων, ο ρόλος των εταιρειών και του παγκόσµιου κεφαλαίου είναι όλο και πιο καθοριστικός και το κράτος µετασχηµατίζεται σε ρόλο επιχειρηµατία και διαχειριστή των διαδικασιών «αστικής ανανέωσης».

Ωστόσο πρέπει να σηµειωθεί ότι ο εξευγενισµός συµβαίνει µε διαφορετικούς τρόπους στους διαφορετικούς  τόπους.  Όπως  επισηµαίνει  η  Lees  (2012:  163)  ο  εξευγενισµός  «δεν  είναι  µια µονοσήµαντη διαδικασία» καθώς διαφέρει ανάµεσα στις διαφορετικές πόλεις, και «εξαρτάται από τη γη και τους θεσµούς σε κάθε χώρα». Επίσης ο Clark (2005) επεκτείνοντας την ανάλυση των Hackworth και Smith (2001) για την αποκέντρωση του εξευγενισµού υποστηρίζει ότι ο εξευγενισµός δεν εντοπίζεται µόνο στο κέντρο της πόλης, αλλά και σε «αγροτικές, προαστιακές και νησιωτικές περιοχές», όπως επίσης δεν αφορά µόνο περιοχές κατοικίας, αλλά «αναφέρεται και στην επανάχρηση 2 . Η Τζέιν Τζέικοµπς (1916-2006) ήταν διάσημη αµερικανοκαναδή ακτιβίστρια, συγγραφέας και υποστηρικτής των κοινωνικών κινημάτων πόλης. Έγινε ιδιαίτερα γνωστή λόγω της δράσης της ενάντια στις πολεοδοµικές επεµβάσεις του Ρόµπερτ Μόουζες (Robert Moses) στη Νέα Υόρκη το 1942. Για τη δράση της υπέστη διώξεις και συλλήψεις (Harvey, (2013[2012]: 47).

βιοµηχανικών και βιοτεχνικών χώρων, λιµανιών ή µαρίνων από άλλες εµπορευµατικές χρήσεις». Στο παραπάνω πλαίσιο ενδεικτική είναι η περιγραφή του Smith (2012[2002]: 65) σύµφωνα µε τον οποίο:

«Στην Πόλη του Μεξικού (…) η διαδικασία δεν είναι σε καµία περιοχή τόσο διαδεδοµένη όσο είναι στη Νέα Υόρκη, παραµένοντας περιορισµένη στην κεντρική περιοχή της πόλης, µε αποτέλεσµα ο διαχωρισµός των τριών διακριτών κυµάτων εξευγενισµού να βρίσκει ελάχιστη εµπειρική επαλήθευση. Στη Σεούλ ή στο Σάο Πάολο η διαδικασία είναι γεωγραφικά περιορισµένη και σε βρεφική ηλικία. Στην Καραϊβική, οι αυξανόµενες διασυνδέσεις ανάµεσα στον εξευγενισµό και στο παγκόσµιο κεφάλαιο, φιλτράρονται από την τουριστική βιοµηχανία. Με την ίδια λογική, ο σταδιακός µετασχηµατισµός των παλιών αποβάθρων και των αποθηκών στο Λονδίνο, στις όχθες του Τάµεση, καταδεικνύει ότι ο εξευγενισµός εδώ είναι πολύ πιο πολυέξοδος από  ότι στις περισσότερες βορειοαµερικανικές πόλεις».

Πέρα από τις παραπάνω επισηµάνσεις για τις ποικίλες διαφοροποιήσεις είναι γενική διαπίστωση ότι οι τάσεις του εξευγενισµού αποτελούν εδώ και τρεις περίπου δεκαετίες την κυρίαρχη πολιτική στις δυτικές µητροπόλεις και όλο και περισσότερο από τη δεκαετία του 1990 επεκτείνονται σε πλανητική κλίµακα. Ωστόσο, ακολουθώντας τη µεταποικιακή αστική θεωρία πρέπει να επισηµανθεί ότι οι πολιτικές του εξευγενισµού «δεν είναι µια απλή εξαγωγή των αστικών µορφών και αναπτυξιακών

µοντέλων από τον Παγκόσµιο Βορρά στον Παγκόσµιο Νότο» (Jeffrey et al., 2011: 5). Πόλεις της περιφέρειας πλέον όλο και περισσότερο εµφανίζονται ως «ηγετικές θερµοκοιτίδες-εκκολαπτήρια της παγκόσµιας οικονοµίας». Αυτές οι πόλεις, όπως το διατυπώνουν οι Jeffrey et al. (2011: 5) είναι σήµερα «οι καθοδηγητικές αρένες µιας γενικότερης νεοφιλελεύθερης αναµόρφωσης των πόλεων», η οποία περιλαµβάνει µια σειρά εφαρµογών από την κατεδάφιση και ανάπλαση των άτυπων οικισµών και τη µετατροπή τους σε παγκόσµια κέντρα κουλτούρας, γνώσης, επιχειρηµατικότητας και υγείας έως την ανάπτυξη ειδικών οικονοµικών ζωνών.

Με βάση τις παραπάνω απόψεις έχουν γίνει αρκετές απόπειρες ορισµού του εξευγενισµού, ορισµένες εκ των οποίων είναι οι παρακάτω.

Σύµφωνα µε τον Marcuse (1985: 198-199):

«O εξευγενισµός συµβαίνει όταν νέοι κάτοικοι, οι οποίοι δυσανάλογα είναι νέοι, λευκοί, επαγγελµατίες, τεχνικοί και στελέχη επιχειρήσεων µε υψηλή εκπαίδευση και υψηλούς µισθούς, αντικαθιστούν τους παλαιότερους κατοίκους, οι οποίοι δυσανάλογα είναι χαµηλόµισθοι, εργατική τάξη και φτωχοί, µέλη µειονοτικών εθνικών οµάδων και ηλικιωµένοι.»

Σύµφωνα µε τον Smith (2012[2002]: 71):

«Ο εξευγενισµός ως παγκόσµια στρατηγική των πόλεων είναι µία τελειοποιηµένη έκφραση της νεοφιλελεύθερης πολεοδοµίας. Κινητοποιεί τα αιτήµατα της ιδιωτικής περιουσίας δια µέσου µιας αγοράς που λαδώνεται από τις δωρεές του κράτους.»

Σύµφωνα µε τον Slater (2006: 738):

«H θεώρηση [του εξευγενισµού] δεν αφορά µόνο την αύξηση των ενοικίων, τις παρενοχλήσεις των ιδιοκτητών και την εκτόπιση της εργατικής τάξης, αλλά και το θέαµα στο επίπεδο των δρόµων, τα µοντέρνα µπαρ και καφέ, τα i-pod, την κοινωνική πολυµορφία και τα fanky καταστήµατα ρούχων».

Τέλος σύµφωνα µε θεώρηση των Hardt και Negri (2009: 156):

«Ο εξευγενισµός είναι ένα όπλο που δηµιουργεί και διατηρεί τις κοινωνικές διαιρέσεις και αναπαράγει σε κάθε µητρόπολη σε µικρότερη κλίµακα τις παγκόσµιες ιεραρχίες και ανισότητες (…). Φτωχοί καλλιτέχνες µετακοµίζουν σε γειτονιές µε χαµηλές αξίες περιουσιών επειδή δεν µπορούν να αντέξουν οικονοµικά κάτι άλλο, και επιπρόσθετα παράγοντας την τέχνη τους παράγουν και ένα νέο αστικό τοπίο. Οι αξίες των ακινήτων ανεβαίνουν καθώς οι δραστηριότητές τους κάνουν τη γειτονιά περισσότερο διανοητικά τονωμένη, πολιτιστικά δυναμική και µοδάτη µε αποτέλεσµα τελικά οι καλλιτέχνες να µην µπορούν πλέον να αντέξουν οικονοµικά να ζουν εκεί και να πρέπει να µετακοµίσουν αλλού. Έπειτα, πλούσιοι µετακοµίζουν και σιγά σιγά η γειτονιά χάνει τον πνευµατικό και πολιτιστικό χαρακτήρα της και γίνεται βαρετή και άγονη.»

Η θεώρηση των Hardt και Negri παραπέµπει στα λεγόµενα «στάδια του εξευγενισµού» όπως έχουν σκιαγραφηθεί από τις µελέτες των Rose (1984) και Ley (1996), σύµφωνα µε τους οποίους στο πρώτο στάδιο του εξευγενισµού εγκαθίστανται στην περιοχή οι λεγόµενοι πρωτοπόροι (pioneers), οι οποίοι συνήθως είναι φτωχοί καλλιτέχνες, εναλλακτική νεολαία, «άνθρωποι µε εναλλακτικές καθηµερινές κουλτούρες που αναζητούν τη διαφορετικότητα και την ένταση» (Αλεξανδρή, 2013: 37). Σε αυτή την πρώτη φάση δεν παρατηρείται ουσιαστική µεταβολή στην αγορά κατοικίας ούτε εκτοπισµός των προϋπαρχόντων πληθυσµών. Στη συνέχεια ακολουθεί η δεύτερη φάση κατά την οποία εγκαθίστανται στην περιοχή η λεγόµενη «νέα µεσαία τάξη», δηλαδή χαµηλόµισθα στελέχη του ιδιωτικού τοµέα, φοιτητές, διανοούµενοι και καλλιτέχνες µε µεσαία εισοδήµατα. Σε αυτή τη φάση ξεκινάει και ο εκτοπισµός των χαµηλότερων οικονοµικών στρωµάτων. Τέλος, ο εξευγενισµός ολοκληρώνεται µε την τρίτη φάση, η οποία αποκαλείται ως «καθαρός εξευγενισµός» κατά την οποία εγκαθίστανται στην περιοχή ανώτερα οικονοµικά στρώµατα. Σε αυτή την φάση εκτοπίζονται τόσο οι αρχικοί κάτοικοι, όσο και οι ενδιάµεσοι εποικιστές της πρώτης και δεύτερης φάσης του εξευγενισµού και τελικά η περιοχή µετασχηµατίζεται σε µεγαλοαστική συνοικία.

Οι παραπάνω ορισµοί και περιγραφές καταδεικνύουν ότι οι φορείς του εξευγενισµού είναι οι επεκτατικές τάσεις του κεφαλαίου και των µεσαίων και ανώτερων τάξεων, οι οποίες εκτοπίζουν τους παλαιότερους και συνήθως οικονοµικά ασθενέστερους κατοίκους της πόλης. Ωστόσο εµπλέκονται όλο και περισσότερο στοιχεία κουλτούρας, αισθητικής και lifestyle καθώς επίσης αλληλοδιασταυρώνονται στις διαδικασίες εξευγενισµού τα πολλαπλά συστήµατα εξουσίας και διακρίσεων µε βάση το φύλο, την εθνότητα, το χρώµα, την τάξη, την ηλικία, το µορφωτικό επίπεδο κτλ.

Με βάση την παραπάνω ποικιλοµορφία των αιτιών, των διαδικασιών, των κινήτρων, των µορφών, των φορέων και των αποτελεσµάτων του εξευγενισµού έχουν αναδυθεί δύο βασικές ερµηνευτικές προσεγγίσεις. Από τη µια πλευρά είναι η οικονοµική προσέγγιση και από την άλλη η πολιτισµική προσέγγιση ή αλλιώς των δρώντων υποκειµένων.

Η οικονοµική προσέγγιση έχει αναπτυχθεί από µαρξιστές γεωγράφους (Hamnett, 1984· 1991· Marcuse, 1986· Hammel, 1999) µε κυριότερο τον Smith (1987, 1996), για τον οποίο ο εξευγενισµός έχει να κάνει µε τον κύκλο επένδυσης, απο-επένδυσης και επαν-επένδυσης του κεφαλαίου στο δοµηµένο περιβάλλον. Ο Smith εκκινώντας από τις δοµιστικές προσεγγίσεις της δεκαετίας του ’70 περί της αποκαλούµενης «άνισης ανάπτυξης», η οπoία γεννά ανισοµέρειες στο εσωτερικό των πόλεων, ανέπτυξε από τα µέσα της δεκαετίας του ‘80 τη θεωρία της «διαφοράς γαιοπροσόδου» (rent gap). Η θεωρία της «διαφοράς γαιοπροσόδου» µελετά τη διαφορά µεταξύ της «πραγµατικής γαιοπροσόδου», που προσφέρει η τωρινή χρήση της γης και της «δυνητικής γαιοπροσόδου» που θα

µπορούσε να αποκοµισθεί µε τη βέλτιστη και εντατικότερη χρήση της. Κατά τις µεταπολεµικές δεκαετίες τα κέντρα των πόλεων στη Δυτική Ευρώπη και Βόρεια Αµερική εγκαταλείφθηκαν προς όφελος των προαστίων και η λεγόµενη προαστοιοποίηση, σύµφωνα µε τη θεωρία της «διαφοράς γαιοπροσόδου», οφειλόταν στην αυξηµένη γαιοπρόσοδο που προσέφεραν τα νέα προάστια, στα οποία εγκαταστάθηκαν τα µεσαία, ανώτερα οικονοµικά και κατά κανόνα λευκά στρώµατα. Αντίστροφα,   το   εσωτερικό   των   πόλεων   σύµφωνα   µε   την   επίσηµη   ρητορική   άρχισε   να

«εγκαταλείπεται», και καθώς η γαιοπρόσοδός του µειώθηκε, κατοικούνταν από φτωχά οικονοµικά στρώµατα, µετανάστες, µειονότητες, εναλλακτική νεολαία. Η διαφορά γαιοπροσόδου αποτελεί για τον Smith το κλειδί στην κατανόηση του εξευγενισµού καθώς οι «απαγορευµένες» φτωχογειτονιές, κυρίως στα κέντρα των πόλεων, µετά από την περίοδο «απαξίωσης», δηλαδή υποβάθµισης της αξίας τους άρχισαν να προσελκύουν το κερδοσκοπικό κεφάλαιο, το οποίο προσδοκά αυξηµένα κέρδη µε την αξιοποίησή τους. Οι νέες επενδύσεις στις πρώην υποβαθµισµένες περιοχές οδηγούν στη συνέχεια σαν ντόµινο στην αύξηση του µέσου όρου των ενοικίων, και σταδιακά εξαναγκάζονται οι πρώην κάτοικοι και κυρίως οι ενοικιαστές, από τα κατώτερα οικονοµικά στρώµατα, να την εγκαταλείψουν, ενώ τη θέση τους καταλαµβάνουν άτοµα της µεσαίας και της ανώτερης τάξης, τα οποία είναι σε θέση
να καταβάλουν το υψηλότερο αντίτιµο. Τελικά, η διαδικασία του εξευγενισµού έχει ως αποτέλεσµα να µεταβληθεί η ανθρωπογεωγραφική σύνθεση και να αλλάξει ριζικά ο χαρακτήρας της περιοχής. Εποµένως η οικονοµική θεωρία µελετά τον τρόπο που οι οικονοµικές δοµές και συγκεκριµένα η κυκλοφορία του κεφαλαίου µέσω των κύκλων επένδυσης, απο-επένδυσης και επαν-επένδυσης παράγει τον αστικό χώρο και εξαναγκάζει τα υποκείµενα να κινηθούν, να εκτοπιστούν ή ακόµα και να συγκρουστούν.

Η δεύτερη προσέγγιση επικεντρώνει στα πολιτισµικά χαρακτηριστικά των εξεγευνιστών (gentrifiers), των υποκειµένων που µε τη δράση τους υλοποιούν τον εξευγενισµό, καθώς και στις καταναλωτικές τους προτιµήσεις, ακολουθώντας τη λεγόµενη «πολιτισµική στροφή» της ανθρωπογεωγραφίας και, κατ’ επέκταση, µετατοπίζοντας το βάρος της έρευνας από τις οικονοµικές δοµές στην ανθρώπινη δραστηριότητα και στη δυνατότητά της να επηρεάσει και να κατευθύνει τις οικονοµικές διαδικασίες. Πρώτος  ο  Caulfield  (1989),  εξετάζοντας  στα  τέλη  της  δεκαετίας  του  ‘80  την  περίπτωση  του

µεταβιοµηχανικού Τορόντο, υποστήριξε ότι η κίνηση επανεγκατάστασης των µεσαίων στρωµάτων από τα προάστια στο κέντρο της πόλης αποτελεί «µια προσπάθεια επανένωσης των ανθρώπων µε τις παλαιότερες γειτονιές τους». Έπειτα η Rose (1984) υποστήριξε ότι η προσέγγιση των δοµιστών-

µαρξιστών γεωγράφων µε τη θεωρία της «διαφοράς γαιοπροσόδου» δεν «αφήνει περιθώρια παρεκκλίσεων από ένα ήδη διαµορφωµένο θεωρητικό µοντέλο περί εξευγενισµού και διαφοροποίηση ως προς τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο εκδήλωσής του». Πιο συγκεκριµένα η Rose (1984: 56) υποστηρίζει ότι  «οι ανάγκες και οι  επιθυµίες που διαµορφώνουν οι  συγκεκριµένες κοινωνικο- επαγγελµατικές κατηγορίες σε συνδυασµό µε άλλους απρόοπτους παράγοντες αποκτούν ιδιάζουσα σηµασία στην παραγωγή του εξευγενισµού στο χώρο». Στη συνέχεια ο Ley (1996) από τους πιο ένθερµους υποστηρικτές της πολιτισµικής προσέγγισης κατηγορεί για οικονοµικό ντετερµινισµό τη θεώρηση του Smith και κρίνει την προσέγγιση της «διαφοράς γαιοπροσόδου» ως µονοδιάστατη. Πιο συγκεκριµένα, ο Ley (1996) αναφέρει ότι η θεωρία της «διαφοράς γαιοπροσόδου» αµφισβητείται από µελέτες περίπτωσης, στις οποίες ο εξευγενισµός παρατηρείται και σε περιοχές µε µεσαίες τάξεις, στις οποίες σύµφωνα µε την προσέγγιση των Boddy και Lambert (2002) µια «νέα µεσαία τάξη» µε διαφορετικά πολιτισµικά χαρακτηριστικά επιθυµεί να εγκατασταθεί, καθώς επίσης φορείς του εξευγενισµού συχνά είναι νέοι φτωχοί καλλιτέχνες, εναλλακτική νεολαία και µέλη των lgbtq κοινοτήτων. Επιπλέον το µοντέλο της διαφοράς γαιοπροσόδου έχει κριθεί ότι αφορά κυρίως τις βορειοαµερικανικές πόλεις µε τα εκτεταµένα προάστια και ως εκ τούτου δεν ανταποκρίνεται πλήρως στις περιπτώσεις των ευρωπαϊκών πόλεων ή και άλλων ηπείρων, στις οποίες οι µετακινήσεις των εξευγενιστών γίνονται από περιοχές εντός της πόλης και όχι εκτός ορίων της. Ως εκ τούτου η πολιτισµική προσέγγιση δίνει βαρύτητα στα ιδιαίτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά των εξευγενιστών, αποµακρύνεται από τις οικονοµικές δοµές και εστιάζει στο λεγόµενο «πολιτισµικό κεφάλαιο», στις καταναλωτικές τους προτιµήσεις, στο µορφωτικό επίπεδο, στην ηλικία τους (συνήθως νέοι, άγαµοι ή µικρά νοικοκυριά), στις εργασιακές προτιµήσεις (τριτογενής τοµέας) καθώς επίσης δίνει έµφαση και στο λόγο που παράγεται γύρω από τον εξευγενισµό.

Η παραπάνω αντιπαράθεση µεταξύ της «οικονοµικής» έναντι της «πολιτισµικής» προσέγγισης ή µεταξύ των «δοµών» έναντι των «φορέων δράσης», η οποία κυριαρχεί τις τελευταίες δυο δεκαετίες στις συζητήσεις για την ερµηνεία του εξευγενισµού είναι κοινή διαπίστωση ότι έχει φτάσει στα όριά της και επικρατεί η αντίληψη ότι οι δυο προσεγγίσεις δεν θα πρέπει να θεωρούνται ανταγωνιστικές, αλλά συµπληρωµατικές.

3.  Δηµιουργική πόλη και δηµιουργική τάξη

«Μετά από δεκαετίες παράλληλης εξέλιξης, δυο στρώµατα σύγχρονης ιστορίας έχουν συγκλίνει σε µια µοναδική τάση: η επανάσταση της πόλης (όπως περιέγραψε ο Λεφέβρ την πόλη στα 1960, ένας κινητήρας δηλαδή αυτόνοµης παραγωγής και συσσώρευσης του κεφαλαίου) και η πολιτιστική βιοµηχανία (όπως βάφτισε η Σχολή της Φρανκφούρτης τη µετατροπή της κουλτούρας σε επιχείρηση και “εξαπάτηση”). Το όνοµα της νεογέννητης αυτής χίµαιρας είναι “δηµιουργική πόλη”.

Πρόκειται για µια ασύµµετρη χίµαιρα, καθώς η µάσκα της κουλτούρας χρησιµοποιείται για να κρύψει την ύδρα του τσιµέντου και της µεσιτικής σπέκουλας» (Pasquinelli, 2010: 5).

«Εµείς δηµιουργούµε την εικόνα: εµείς, οι µουσικοί, οι djs, οι καλλιτέχνες, οι άνθρωποι του κινηµατογράφου και του θεάτρου (…) και καθένας που αντιπροσωπεύει µια διαφορετική ποιότητα ζωής (…) είναι γραφτό να φροντίσει για την ατµόσφαιρα, την αύρα και την ποιότητα της αναψυχής, χωρίς την οποία η τοποθεσία µιας πόλης έχει λίγη τύχη στον παγκόσµιο ανταγωνισµό. Εµείς είµαστε ευπρόσδεκτοι. Κατά ένα τρόπο. Από τη µια πλευρά. Όµως από την άλλη, η ανάπτυξη του αστικού χώρου σηµαίνει ότι εµείς -οι κράχτες- εκτοπιζόµαστε µαζικά, διότι γίνεται όλο και πιο δύσκολο να επιβιώσουµε σε αυτόν εδώ τον χώρο (…) Εµείς λέµε: Η πόλη δεν είναι ένα σύµβολο, ένα brand. Η πόλη δεν είναι µια επιχείρηση. Η πόλη είναι µια κοινότητα. Εµείς θέτουµε το κοινωνικό ζήτηµα σύµφωνα µε το οποίο, οι πόλεις σήµερα σηµατοδοτούν την µάχη για την επικράτεια (…) Εµείς διεκδικούµε το δικαίωµα στην πόλη µαζί µε όλους του κατοίκους του Αµβούργου» Manifesto Not in Our Name, Marke Hamburg (NiON, 2010: 324-325).

Τις τελευταίες δεκαετίες ο όρος «εξευγενισµός» λόγω της έντονης κριτικής που του έχει ασκηθεί, φαίνεται να αντικαθίσταται από την ρητορική για την λεγόµενη «δηµιουργική πόλη» (creative city), τη «δηµιουργική οικονοµία» (creative economy) και την αναδυόµενη «δηµιουργική τάξη» (creative class). Ο όρος «δηµιουργική πόλη» ανήκει στον Charles Landry, ο οποίος τoν εισήγαγε στο τέλος της δεκαετίας του ’80:

«Η δηµιουργικότητα είναι η ραχοκοκαλιά των πόλεων Οι πόλεις έχουν πλέον έναν σηµαντικό και κρίσιµο πόρο: τους ανθρώπους τους. Η ανθρώπινη ευφυΐα, οι επιθυµίες, οι δραστηριότητες, η φαντασία και η δηµιουργικότητα, αντικαθιστούν τη χωροθέτηση, τους φυσικούς πόρους και την πρόσβαση σε αγορές, (…). Η δηµιουργικότητα των ανθρώπων που ζουν και δραστηριοποιούνται στις πόλεις θα καθορίσει τη µελλοντική τους επιτυχία» (Landry, 1995: xiii).

Ήδη από τον ορισµό του Landry γίνεται φανερό ότι η εστίαση των νεοφιλελεύθερων διαδικασιών δεν περιορίζεται απλώς στους φυσικούς πόρους και το δοµηµένο περιβάλλον, αλλά όλο και περισσότερο δίνεται βαρύτητα στους τρόπους επικοινωνίας των κατοίκων τους. Εποµένως η αποκαλούµενη

«δηµιουργικότητα» επιδιώκει να διεµβολίσει τον πυρήνα του κοινωνικού χώρου της πόλης, τοποθετώντας στο επίκεντρο και αξιοποιώντας την «ανθρώπινη ευφυΐα, τις επιθυµίες, τις δραστηριότητες,  τη  φαντασία»  (Landry,  1995:  xiii).  Σύµφωνα  µε  τον  Pasquinelli  (2010:  5)

«ειδικότερα, η παραγωγή κουλτούρας είναι σήµερα µια βιοπολιτική µηχανή», η οποία «ενσωµατώνει όλες τις όψεις της ζωής και τις στρώνει στη δουλειά, όπου τα νέα λάιφστάιλ γίνονται αγαθά προς πώληση, όπου η κουλτούρα θεωρείται οικονοµική ροή όπως κάθε άλλη και όπου, ειδικότερα, η συλλογική παραγωγή του φαντασιακού γρήγορα διαρπάζεται για να αυξήσει τα κέρδη των εταιρειών.»

Το κάλεσµα του Landry για εστίαση στη «δηµιουργικότητα» θα ακολουθήσει το 2002 ο νεοφιλελεύθερος πολεοδόµος Richard Florida, ο οποίος θα κάνει ιδιαίτερα δηµοφιλή την έννοια της αποκαλούµενης «δηµιουργικής τάξης», η οποία κατοικεί στην «δηµιουργική πόλη». Για τον Florida (2002: 18) η δηµιουργική τάξη ορίζεται ως αυτή της οποίας τα µέλη «προσθέτουν οικονοµική αξία

µέσω της δηµιουργικότητάς τους» και ως εκ τούτου το λεγόµενο «ανθρώπινο κλίµα» δηλαδή οι παράγοντες που επηρεάζουν θετικά «τη χωροθέτηση των ανθρώπων» τείνει να γίνει εξίσου σηµαντικός, αν όχι σηµαντικότερος παράγοντας από το «επιχειρηµατικό κλίµα», δηλαδή τους παράγοντες που επηρεάζουν τη χωροθέτηση των επιχειρήσεων. Σύµφωνα µε τον Florida (2002: 13) οι εργαζόµενοι που ανήκουν στη «δηµιουργική τάξη» δεν ακολουθούν τις δουλειές, αλλά αντίθετα «οι δουλειές ακολουθούν τη δηµιουργική τάξη».

Επιπλέον ο Florida χαρακτηρίζει το «δηµιουργικό άτοµο» ως έναν µποέµ, έναν ηδονοθήρα που είναι πρόθυµος να  πληρώσει πολλά χρήµατα για την ποιότητα ζωής  του και αυτό το στοιχείο του χαρακτήρα είναι ιδιαίτερα επιθυµητό σήµερα από τις πόλεις. Σύµφωνα µε τον Boschma (2005: 2) «όπου ζει η δηµιουργική τάξη, εγκαθίστανται εταιρείες, δηµιουργούνται νέες επιχειρήσεις και η απασχόληση αυξάνεται. Η δηµιουργική τάξη δεν είναι µόνο δηµιουργική και καινοτόµος, ξοδεύει επίσης πολλά χρήµατα σε διάφορα είδη παροχών ψυχαγωγίας (…) ξενοδοχεία, εστιατόρια, καφέ, θέατρα, πράγµα που οδηγεί σε επιπλέον απασχόληση και συνεισφορά στην τοπική οικονοµία».

Πιο συγκεκριµένα η αποκαλούµενη «δηµιουργική τάξη», η οποία έχει αντικαταστήσει τον όρο των «εξευγενιστών», σύµφωνα µε τον Florida, περιλαµβάνει άτοµα που έχουν υψηλό επίπεδο «γνώσεων και ικανοτήτων» και καλούνται να λύσουν προβλήµατα ενσωµατώνοντας καινοτόµες λύσεις, στρατηγικές και ιδέες µε βασικό χαρακτηριστικό της εργασίας τους «την ευελιξία, την ευπλαστότητα και την κινητικότητα». Στη δηµιουργική τάξη ο Florida συµπεριλαµβάνει αυτούς που παραδοσιακά θεωρούνται «δηµιουργικοί»: καλλιτέχνες, ηθοποιοί, µουσικοί, συγγραφείς, αλλά και αυτούς που ονοµάζονται «γνωστικοί εργάτες», µε άλλα λόγια προγραµµατιστές Η/Υ, µηχανικοί, designers, εργαζόµενοι στα µίντια, ακαδηµαϊκοί, φοιτητές, κτλ. Πρόκειται για άτοµα που έχουν ως βασικά χαρακτηριστικά της εργασίας τους τη δηµιουργία νέων µορφών προϊόντων, στρατηγικών, ιδεών, θεωριών. Η δηµιουργική τάξη σύµφωνα µε τον Florida επιδιώκει να έχει έντονες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και συνύπαρξη πολλών και διαφορετικών τρόπων ζωής, δίνοντας έµφαση στην δηµόσια σφαίρα της ζωής (public life) και όχι στην κοινοτική ζωή (community life).

Η αποκαλούµενη δηµιουργική τάξη εποµένως αποτελείται από αποµονωµένα άτοµα, προτιµά την ηµι- ανωνυµία, την παρουσία ελάχιστων ισχυρών κοινωνικών δεσµών και τη δυνατότητα να περιτριγυρίζεται από άγνωστους και διαφορετικών τύπων ανθρώπους. Συνεπώς, σύµφωνα µε την κριτική των Bavo (2006), πρόκειται για τον ανθρωπολογικό τύπο του λεγόµενου «ηδονικού καλβινιστή»,  στον  οποίο  ο  χρόνος  εργασίας  και  ο  ελεύθερος  χρόνος  αναµειγνύονται  σε  µια

«ψυχαναγκαστική απαίτηση για αέναη δηµιουργικότητα».

Εποµένως τα άτοµα της δηµιουργικής τάξης έχουν ανάγκη να ζουν και να εργάζονται σε µέρη όπου ανατρέφεται και ευδοκιµεί η «δηµιουργικότητά» τους. Εδώ λοιπόν ο Tόπος «Τ» µπαίνει στο επίκεντρο και  εξαρτάται  από  αυτό  που  αποκαλεί  ο  Florida  ως  τα  τρία  µικρότερα  «Τ»,  τα  οποία  είναι:

«Τεχνολογία, Ταλέντο, Ανεκτικότητα» (Technology, Talent and Tolerance) και ως εκ τούτου «οι πόλεις οι οποίες προσελκύουν οµοφυλόφιλους, καλλιτέχνες και εθνικές µειονότητες είναι οι νέες οικονοµικές δυνάµεις της εποχής µας, επειδή είναι οι περιοχές που κατοικούνται από δηµιουργικούς εργαζόµενους. (…) Πόλεις χωρίς γκέι και ροκ µπάντες χάνουν την κούρσα της οικονοµικής ανάπτυξης», εκτιµά ο Florida (2005) και συµπληρώνει «µόνο µε την παρουσία αυτής της δηµιουργικής τάξης διασφαλίζεται η αύξηση της αξίας της γης και η µεγιστοποίηση των κερδών όσων ασχολούνται µε το real estate». Συνεπώς σύµφωνα µε τον Florida τα τρία «Τ» είναι απαραίτητα για τη  δηµιουργία  της  ανάπτυξης,  αλλά  αν  δεν  συνυπάρχουν  είναι  αδύνατο  για  έναν  Τόπο  να «προσελκύσει δηµιουργικούς ανθρώπους, να παραγάγει καινοτοµία και να προκαλέσει οικονομική µεγέθυνση» (Florida, 2002: 249).

4.  City branding και η λεγόµενη «οικονοµία της εµπειρίας»

Ταυτόχρονα µε την ρητορική για τη «δηµιουργική τάξη» που κατοικεί στη «δηµιουργική πόλη» όλο και περισσότερο αναπτύσσονται οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του λεγόµενου «city branding». Πρόκειται για τις διαδικασίες µε τις οποίες «προβάλλεται», «προωθείται» ή «λανσάρεται» στον παγκόσµιο  ανταγωνισµό  η  «εικόνα»  µιας  πόλης  ώστε  να  προσελκύσει  την  αποκαλούµενη «δηµιουργική τάξη» καθώς και νέες επιχειρήσεις, επενδύσεις, τουρίστες, φοιτητές, καλλιτέχνες, ταλέντα και διάσημους, πλούσιους και µορφωµένους κατοίκους. Για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος στην αναδυόµενη «επιχειρηματική πόλη» οι τοπικές αρχές ασκούν όλο και περισσότερο πολιτικές παρόμοιες µε αυτές των επιχειρήσεων επιδιώκοντας να προβάλλουν την πόλη ως ελκυστικό προϊόν. Στην πραγµατικότητα η πόλη αντιµετωπίζεται ως ένα «εµπόρευµα-προϊόν» και οι προς απεύθυνση κάτοικοι, τουρίστες και επενδυτές αντιµετωπίζονται ως «πελάτες». Η πόλη, εποµένως, ως εµπόρευµα-προϊόν θα πρέπει µε «αυτοπεποίθηση, περηφάνια και ναρκισσισµό» να διαφηµιστεί, αναδεικνύοντας τα πλεονεκτήµατά της καθώς σε αντίθετη περίπτωση, όπως προειδοποιούν οι Kotler et al. (1993), «oι τόποι που αποτυγχάνουν να προωθηθούν αντιµετωπίζουν το ρίσκο της οικονοµικής στασιµότητας και παρακµής».

Πιο αναλυτικά η διαδικασία του  city branding εκφράζεται συνήθως µέσα από τη διαµόρφωση συγκεκριµένων λογότυπων, σλόγκαν, διαφηµιστικών µηνυµάτων, προγραµµάτων δηµοσίων σχέσεων κ.ά. Στη σχετική βιβλιογραφία (Kotler et al., 1993· Hannigan, 2003· Johansson and Kociatkiewicz, 2011) τονίζεται ότι τα βασικά στοιχεία για την επιτυχία του city branding είναι η αξιοπιστία, η διαφοροποίηση και το εύστοχο µήνυµα, το οποίο θα πρέπει να είναι εύκολα αντιληπτό από τον πιθανό επισκέπτη, να προκαλεί ενθουσιασµό στους τοπικούς δρώντες της αγοράς αλλά και στους κατοίκους της πόλης. Σύµφωνα µε τους ειδικούς του «city branding» πίσω από τις παραπάνω εικόνες θα πρέπει να συντονίζονται οι τοπικές αρχές µε τον πολεοδοµικό σχεδιασµό και την κοινωνία των πολιτών. Ενδεικτικό της παραπάνω τάσης είναι το γεγονός ότι ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες οι πόλεις για την αναδιοργάνωση και αναζωογόνησή τους προσανατολίζονται αφενός στην ανάπτυξηµεγάλων έργων ή αλλιώς «έργων-ναυαρχίδων» (flagship projects) καθώς επίσης και στη διοργάνωση µεγάλων εκδηλώσεων και γεγονότων µε διεθνή εµβέλεια όπως διεθνείς εκθέσεις (π.χ. EXPO), συνέδρια, φεστιβάλ, µεγάλα αθλητικά γεγονότα (π.χ. Ολυµπιακοί Αγώνες, Φόρµουλα Ένα, Μουντιάλ), ανάληψη διεθνών θεσµών (π.χ. Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, Πρωτεύουσα Νεολαίας) κ.ά. Οι παραπάνω διοργανώσεις ενισχύονται και ενισχύουν την δυναµική του χτισίµατος της λεγόµενης «ταυτότητας της πόλης».

Σύµφωνα µε τους υποστηρικτές του «city branding» το ιδιαίτερα σηµαντικό στο «λανσάρισµα των πόλεων» είναι η επικέντρωση στην «αντίληψη» των ανθρώπων, των κατοίκων, των επισκεπτών και των επενδυτών για τις πόλεις. Η αντίληψη αυτή διαµορφώνεται, όχι µόνο µε την υλική και γεωγραφική διάσταση της πόλης, αλλά επίσης από το ιστορικά εδραιωµένο σύνολο αναπαραστάσεων που εκπορεύεται από την αρχιτεκτονική και την πολεοδοµία, την τέχνη, τις εικόνες, καθώς επίσης και µέσω του κινηµατογράφου, της τηλεόρασης, των περιοδικών και άλλων µέσων µαζικής προβολής. Εποµένως εδώ η πόλη ως ολότητα του κοινωνικού χώρου τίθεται στο επίκεντρο. Ο κοινωνικός χώρος σφετερίζεται, περιφράσσεται, ιδιωτικοποιείται και τελικά προβάλλεται ως µια ενιαία εµπορική µάρκα και εικόνα.

Πιο συγκεκριµένα οι διαδικασίες του «city branding» επιδιώκουν να «χτίσουν» την  ανταγωνιστική «ταυτότητα της πόλης», η οποία «θα την κάνει να θεωρείται µοναδική και ξεχωριστή, όπως µοναδική και ξεχωριστή είναι η ταυτότητα των ανθρώπων» (Donald and Gammack, 2007). Επιπλέον το λανσάρισµα των πόλεων πρέπει «να ασχολείται µε τον τρόπο που ο πολιτισµός, η ιστορία, η οικονοµική και κοινωνική ανάπτυξη, οι υποδοµές και η αρχιτεκτονική, το τοπίο και το περιβάλλον, ανάµεσα σε άλλα, µπορούν να ενωθούν σε µια ταυτότητα προς πώληση αποδεκτή από το κοινό» (Zhang and Zhao, 2009). Τέλος τα στοιχεία, τα οποία πρέπει να αξιολογηθούν για τη δηµιουργία µιας «δυνατής» ταυτότητας µιας πόλης είναι η «εικόνα», οι «συνειρµοί», οι «αξίες» και οι «εµπειρίες» που θα έχουν οι επισκέπτες καθώς και οι κάτοικοι της πόλης.

Στο παραπάνω πλαίσιο ιδιαίτερη σηµασία δίνεται στην «υπόσχεση της αληθινής εµπειρίας», µε βάση την οποία αναπτύσσεται η λεγόµενη «οικονοµία της εµπειρίας», που σύµφωνα µε τους υποστηρικτές της επιδιώκει να δηλώσει το κοινωνικό-οικονοµικό σύστηµα στο οποίο «οι εµπειρίες παρά τα αγαθά ή οι υπηρεσίες αποτελούν τη βάση για τη δηµιουργία αξιών» (Johansson and Kociatkiewicz, 2011). Η «οικονοµία  της  εµπειρίας»  βασίζεται  στη  λογική  της  λεγόµενης  «διαφοροποίησης»  και  της «συναισθηµατικής δέσµευσης» έχοντας άµεση σχέση µε τις πρακτικές του λανσαρίσµατος-branding:

«το προσφερόµενο αγαθό πρέπει να είναι ιδιαίτερο ώστε να προσελκύει καταναλωτές και παράλληλα να παρέχει τη διάσταση της εµπειρίας, η οποία έχει τη δυναµική να δεσµεύει συναισθηµατικά τον καταναλωτή». Ως εκ τούτου οι «εµπειρίες» γίνονται το νέο καταναλωτικό αγαθό, και εποµένως η αξία ενός αγαθού δεν εκτιµάται µόνο από την πραγµατική του χρήση ή την ανταλλακτική του αξία, αλλά και «από την ικανότητά του να µεταµορφώνει τα συναισθήµατα του υποκειµένου» (Klingmann, 2007). Η ιδιότητα αυτή ισχυρίζονται οι υποστηρικτές της «οικονοµία της εµπειρίας» µεταφέρεται στον πολεοδοµικό σχεδιασµό και στην αρχιτεκτονική, οι οποίες µετατρέπονται σε καταλύτη και ενισχύουν την αντιληπτική αξία του χρήστη προσφέροντάς του εµπειρία «µε ταυτότητα» (brand
experience) και ακολούθως δηµιουργούν «τοπία µε ιδιαίτερη ταυτότητα» (brandscapes). Ως εκ τουτού το «city branding» µε την αποκαλούµενη «οικονοµία της εµπειρίας» αποτελεί την στρατηγική κατά την οποία οι πόλεις αποκτούν µια εικόνα, µια πολιτιστική σηµασία, η οποία ιδανικά λειτουργεί ως πηγή προστιθέµενης συµβολικής και οικονοµικής αξίας.

Γίνεται φανερό από την παραπάνω σύντοµη περιγραφή του λεγόµενου «λανσαρίσµατος των πόλεων» ότι η νεοφιλελευθεροποίηση των πόλεων µέσω της υιοθέτησης των στρατηγικών και πολιτικών του «city branding» επιδιώκει να εµπορευµατοποιήσει το σύνολο του κοινωνικού χώρου της πόλης, που σηµαίνει ότι µετατρέπει σε κεφάλαιο τόσο τους φυσικούς πόρους όσο και τον τρόπο επικοινωνίας των κατοίκων της. Εφόσον µια πόλη πληροί τις παραπάνω διαδικασίες είναι ικανή να προβληθεί, να αναγνωριστεί, να αξιολογηθεί και να ενταχθεί στον «παγκόσµιο χάρτη των ελκυστικών και δηµιουργικών πόλεων».

Αναφορές

Αλεξανδρή, Γ. (2013). Χωρικές και Κοινωνικές Μεταβολές στο κέντρο της Αθήνας: η περίπτωση του Μεταξουργείου, αδηµοσίευτη διδακτορική διατριβή. Αθήνα: Τµήµα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήµιο.

Bavo (2006). Plea for an uncreative city. [Διαθέσιµο στο: http://www.bavo.biz/texts/view/156 (2/01/2015)].

Brenner, N. and Theodore, N. (2002). Cities and the geographies of actually existing neoliberalism,

Antipode 34(3): 349-379.

Boddy, M. and Lambert, C. (2002). Transforming the city: post-recession gentrification and re- urbanisation, paper presented to Upward Neighbourhood Trajectories conference, 27 September. Glasgow: University of Glasgow.

Boschma, R. (2005). Creatieve klasse en regionaal-economische groei, Departement Sociale geografie en planologie, Utrecht: Universiteit Utrecht.

Castells, Μ. (1977[1972]). The Urban Question. A Marxist Approach. London: Edward Arnold.

Caulfield, J. (1989). Gentrification and desire, Canadian Review of Sociology and Anthropology 26(4): 617–32.

Clark, E. (2005). The order and simplicity of gentrification: a political challenge, in Atkinson, R. and Bridge G. (eds) Gentrification in the global context: the new urban colonialism. Oxon-New York: Routledge, 261-269.

Donald, H.S. and Gammack, J.G. (2007). Tourism and the Branded City: Film and Identity on the Pacific Rim. Aldershot: Ashgate.

Florida, R. (2002). The Rise of the Creative Class. And How It’s Transforming Work, Leisure and Everyday Life. New York: Basic Books.

Florida, R. (2005). Cities and the Creative Class. New York: Routledge. Glass, R. (1964). London: aspects of change. London: MacGibbon & Kee.

Hackworth, J. and Smith, N. (2001). The changing state of gentrification, Tijdschrift voor Economische en Sociale Geografie, 92(4): 4664-4477.

Hammel, J.D. (1999). Re-establishing the Rent Gap: An Alternative View of Capitalised Land Rent, Urban Stud 36:1283.

Hamnett, C. (1984). Gentrification and residential location theory: a review and assessment, in D. Herbert and R.J. Johnston (eds.), Geography and the urban environment: progress in research and applications. New York: Wiley and Sons.

Hannigan, J. (2003). Symposium on branding, the entertainment economy and urban place building: introduction, International Journal of Urban and Regional Research, 27(2): 352-360.

Hardt, M. and Negri, A. (2009). Commonwealth. Cambridge, Massachusetts:Harvard University Press.

Harvey, D. (1989). From managerialism to entrepreneurialism: The transformation of urban governance in late capitalism, Geografiska Annaler 71B: 3–17.

Harvey, D. (2007[2005]). Νεοφιλελευθερισµός, Ιστορία και Παρόν, (µτφρ. Α. Αλαβάνου), Αθήνα: Καστανιώτης.

Harvey, D. (2013[2012]). Εξεγερµένες πόλεις: από το δικαίωµα στην πόλη στην επανάσταση της πόλης, (µτφρ. Κ. Χαλµούκου). Αθήνα: εκδόσεις ΚΨΜ.

Jacobs, J. (1961). The Death and Life of Great American Cities New York: Random House.

Johansson, M. and Kociatkiewicz, J. (2011). City festivals: creativity and control in staged urban experiences, European Urban and Regional Studies, 18(4): 392-405.

Jeffrey, A., McFarlane, C. and Vasudevan, A. (2011). Rethinking Enclosure: Space, Subjectivity and the Commons, Antipode, 00(00): 1–21.

Jessop, B., Peck, J. and A., Tickell (1999). Retooling the machine: Economic crisis, state restructuring, and urban politics, in A. Jonas and D. Wilson (eds) The Urban Growth Machine. New York: SUNY, 141- 159.

Klingmann, A. (2007). Brandscapes: Architecture in the Experience Economy. Cambridge, Massachusetts

– London: MIT.

Kotler, P., Haider, D.H. and I., Rein, I. (1993). Marketing Places: Attracting Investments, Industry, and Tourism to Cities, States and Nations. New York: The Free Press.

Κοµπρεσέρ: για τον χώρο και την πόλη, (2012). Σηµείωση 1, στο Smith, N. (2012[2002]) Νέος Παγκοσµισµός, Νέα Πολεοδοµία: To gentrification ως παγκόσµια στρατηγική των πόλεων, Κοµπρεσέρ: για τον χώρο και την πόλη, 4: 52-73.

Landry, Ch. (1995). The Creative City: A Toolkit for Urban Innovators. New York-London: Routledge.

Lees, L. (2012). The Geography of gentrification: thinking through comperative urbanism, Progress in Human Geography, 36(2): 155-171.

Ley, D. (1994). Gentrification and the politics of the new middle class, Environment and Planning D: Society and Space 12: 53-74.

Ley, D. (1996). The new middle class and the remaking of the central city, Oxford-New York: Oxford University Press.

Marcuse, P. (1985). Gentrification, abandonment and displacement: connections, causes and policy responses in New York City, Journal of Urban and Contemporary Law, 28:195-240.

Mitchell, D. (2003). The Right to the City: Social Justice and the Fight for Public Space. New York – London: The Guilford Press.

NiON (Not in Our Name) (2010). Not in our name! Jamming the gentrification machine: a manifesto, City,

14(3): 323–5.

Pasquinelli, M. (2010). Beyond the Ruins of the Creative City: Berlin’s Factory of Culture and the Sabotage of Rent, in KUNSTrePUBLIK (ed.), Skulpturenpark Berlin_Zentrum. Berlin: Verlag der Buchhandlung Walther König, 246-259.

Peck, J., Theodore, N. and Brenner, N. (2010). Postneoliberalism and its Malcontents, Antipode, 41: 94– 116.

Rose, D. (1984). Rethinking gentrification: beyond the uneven development of marxist urban theory,

Environment and Planning D: Society and Space, 1(1): 47-74.

Slater, T. (2006). The Eviction of Critical Perspectives from Gentrification Research, International Journal of Urban and Regional Research, 30: 737–757.

Smith, N. (1987). Gentrification and the Rent Gap. Annals of the Association of American Geographers, 77: 462–465.

Smith, N. (1996). The New Urban Frontier: Gentrification and the revanchist city. Oxon: Routledge.

Smith, N. (2012[2002]). Νέος Παγκοσµισµός, Νέα Πολεοδοµία: To gentrification ως παγκόσµια στρατηγική των πόλεων, Κοµπρεσέρ: για τον χώρο και την πόλη, 4: 52-73.

Van Gent, W.P.C. (2012). Neoliberalization, Housing Institutions and Variegated Gentrification: How the ‘Third Wave’ Broke in Amsterdam, International Journal of Urban and Regional Research, 37(2): 503- 522.

Zhang, L. and Zhao, S.X. (2009) City branding and the Olympic effect: a case study of Beijing, Cities, 26(5): 245-254.

s

n

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...