Πράξεις πίστης στον καιρό της «επικοινωνίας»

Δημήτρης Γιατζόγλου
«Γιατί στον κόσμο που προχωρεί ψηλαφητά όλα εξαρτώνται από μια πράξη πίστης»
Γ. Σεφέρης
Από τις 12 Ιουλίου, ο πολιτικός χρόνος έχει πυκνώσει. Οι εξελίξεις επιταχύνθηκαν. Οι πολιτικοί συσχετισμοί μεταβάλλονται. Στο σημείο καμπής συναρθρώθηκαν: Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης για το «Μακεδονικό» και μια πρώτη ολοκλήρωση του καταναγκαστικού συμβιβασμού που επιβλήθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ το 2015.
Το αν η καμπή θα σηματοδοτήσει το κλείσιμο ενός ιστορικού κύκλου και την είσοδο σε έναν νέο, με τον χαρακτήρα μιας «Μεταμνημονιακής Μεταπολίτευσης» δεν είναι εύκολο να απαντηθεί. Τα χαρακτηριστικά της μετάβασης είναι συγκεχυμένα.
Η πρωτοβουλία για το «Μακεδονικό» συνιστά μια τομή. Το πολιτικό ζητούμενο είναι αυτονόητο: Να αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα που η διαρκής αναβλητικότητα επιδεινώνει συνεχώς τους όρους λύσης του.
Να απαλλαγεί η βαλκανική πολιτική της χώρας από τα φοβικά της σύνδρομα.
Να λειτουργήσει η λύση σταθεροποιητικά για την περιοχή (με την προϋπόθεση να μην επικρατήσουν υπερφίαλοι ηγεμονισμοί). Αλλά η πρωτοβουλία το υπερβαίνει. Θέτει εξ αντικειμένου ένα ισχυρότερο διακύβευμα. Υπενθυμίζει ότι τα κόμματα -και μάλιστα της Αριστεράς- οφείλουν να ασκούν έναν παιδαγωγικό ρόλο, πολιτικό και πολιτισμικό, ακόμα και απέναντι σε κραταιά στερεότυπα που αφορούν τις περί «εθνικού» αντιλήψεις.
Δεν έχει σημασία αν το μέτωπο που συγκροτήθηκε από το σύνολο σχεδόν των υπόλοιπων κομμάτων εναντίον της κυβέρνησης μπορεί να ερμηνευθεί και με όρους καιροσκοπισμού. Ούτε αν στο μέτωπο αθροίζονται όλες οι παραλλαγές ενός απροκάλυπτου ή αισχυντηλού εθνικισμού -από την κλασική εθνικοφροσύνη και τον λαϊκιστικό «πατριωτισμό» έως έναν παράδοξης λογικής αντιιμπεριαλισμό. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η ρητορική της εναντίωσης βρίσκει απήχηση σε τμήμα του κοινωνικού σώματος, διεγείροντας το υπόστρωμα ενός «πρωτογενούς εθνικισμού» στη συνείδησή του. Και αυτό είναι ένα κρίσιμο ζήτημα.
Από το 1989 και μετά, ο εθνικισμός αποτέλεσε τη ριζοσπαστική μεταβλητή ανασύνθεσης τόσο της γεωγραφίας των κρατών όσο και των πολιτικών συσχετισμών στο εσωτερικό τους, συγκροτώντας ισχυρά ακροδεξιά ρεύματα στην Ευρώπη.
Η ισοπεδωτική φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση ενισχύει την ιδεολογική του επιρροή. Οχι μόνο γιατί παράγει φτωχούς, άνεργους, κοινωνικά αποκλεισμένους. Αλλά γιατί αποδιαρθρώνει τον κοινωνικό ιστό, διαλύει συστηματικά τις συλλογικότητες και τις συλλογικές ταυτότητες.
Η πρωτοβουλία τα κυβέρνησης είναι, λοιπόν, μια συγκρουσιακή επιλογή, ακόμα κι αν δεν συνειδητοποιείται ως τέτοια. Μία δύσκολη πράξη πίστης. Πίστης στην οντολογική συγκρότηση και στην ιστορικότητα της Αριστεράς στην αναγκαιότητα να αναζητηθούν εθνικές και διεθνικές πραγματώσεις του συλλογικού, αντιπαραθετικές στον εθνικισμό και στον επικίνδυνο «αντισυστημισμό» του.
Σχεδόν ταυτόχρονα η κυβέρνηση εξήγγειλε την έξοδο από τα Μνημόνια. Ας μην αντιδικούμε ως προς τον βαθμό αυταρέσκειας της εξαγγελίας· ας μη σταθούμε στις «τεχνικές λεπτομέρειες». Ας σκεφτούμε κάποια μείζονα πολιτικά ζητήματα:
Το πολιτικό σύστημα παραμένει στεγανοποιημένο και αυτοαναφορικό. Εδώ ανάγεται κυρίως η παρατεταμένη κρίση αστάθειάς του.
Οι κοινωνικές δυνάμεις, στρατοπεδευμένες εκτός των τειχών, θεώνται απλώς τις συγκρούσεις στο εσωτερικό του.
Τα πολιτικά κόμματα λειτουργούν ως προς τις μάζες απολύτως πατερναλιστικά. Η πολιτική αντιπαράθεση έχει αποϊδεολογικοποιηθεί.
Οι ιδεολογικές διαφορές αμβλύνονται, όταν δεν είναι χρήσιμες στην παραγωγή συναινέσεων. Οι ιδεολογίες εκπίπτουν σε «επικοινωνιακές πολιτικές»˙ το ιδεώδες είναι κόμματα που λειτουργούν ως επιχειρήσεις.
Η θεωρία της «αριστερής παρένθεσης» έχει διαψευσθεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κόμμα διακυβέρνησης ή ως κόμμα αξιωματικής αντιπολίτευσης, θα είναι παρών στον νέο κύκλο της κρίσης ως οργανικό κόμμα του πολιτικού συστήματος.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κλείνει τον πρώτο κύκλο της κρίσης. Αποτελεί τον επίλογό του. Στον νέο κύκλο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα χρειαστεί μια βαθιά προγραμματική και ιδεολογική ανανέωση.
Αυτό δεν ανατρέπεται με ομολογία στο δόγμα της «κανονικότητας». Θα απαιτηθεί μια σειρά από πράξεις πίστης.
Μεταξύ του ΣΥΡΙΖΑ και των κοινωνικών αναφορών του υπήρξε ένας δεσμός «ενσυναίσθησης». Ο δεσμός έχει διαρραγεί. Χωρίς την αποκατάστασή του, η πολιτική ηγεμονία της Αριστεράς είναι αδύνατη. Έντυπη έκδοση