Δημοκρατία και ανάπτυξη στην Τοπική Αυτοδιοίκηση
21.11.2016 Κώστας Πουλάκης *
Αν το κράτος θεωρείται στην Ελλάδα ο «μεγάλος ασθενής», τότε σίγουρα οι παθογένειές του έχουν «μεταδοθεί» και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, ως αναπόσπαστο μέρος του. Συσσωρευμένα προβλήματα – που στο παρελθόν επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστούν είτε εκ του προχείρου, κρύβοντας «κάτω από το χαλί» τις πραγματικές τους αιτίες και διαστάσεις, είτε με μεγαλόστομες διακηρύξεις που έμειναν «στα χαρτιά», είτε με εχθρική διάθεση απέναντι στην Αυτοδιοίκηση –σήμερα επανέρχονται πιεστικά στο προσκήνιο.
Αναγνωρίζοντας αυτή την πραγματικότητα, η κυβέρνηση –σύμφωνα με την προγραμματική της δέσμευση– συνέστησε ειδική Επιτροπή για την Αναθεώρηση του Θεσμικού Πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με τη συμμετοχή επιτελικών στελεχών της διοίκησης, ειδικών επιστημόνων και εκπροσώπων των αιρετών και των εργαζομένων στους ΟΤΑ.
Ποιες, όμως, κοινωνικές ανάγκες καλείται να ικανοποιήσει μια τέτοια μεταρρύθμιση σήμερα; Συνθηματολογικά, θα ξεχώριζα κατ’ αρχήν τρεις: Δημοκρατία, Αποτελεσματικότητα και Δίκαιη Ανάπτυξη.
Ως προς το πρώτο, οι «πλατείες» ήταν σαφείς: πραγματική Δημοκρατία.
Κι αυτό δεν αφορά μόνο την απλή αναλογική, στην οποία αντιδρούν δήμαρχοι και περιφερειάρχες, παρόλο που σε όλες τις δημοσκοπήσεις συγκεντρώνει τη συντριπτική υποστήριξη της κοινής γνώμης. Μεταφράζεται επίσης στην καθιέρωση ποικίλων θεσμών άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη λήψη της αποφάσεων –από ηλεκτρονικές διαβουλεύσεις και τοπικά δημοψηφίσματα, μέχρι συνελεύσεις γειτονιάς ή ειδικές επιτροπές για συγκεκριμένα θέματα– και τον κοινωνικό έλεγχο των αιρετών, ενώ αφορά και την εσωτερική διοίκηση των ΟΤΑ, με ενίσχυση των συλλογικών τους οργάνων έναντι των μονοπρόσωπων, αναβάθμιση του ρόλου της μειοψηφίας, προαγωγή των συναινετικών διαδικασιών, συμμετοχή των εργαζομένων κ.λπ.
Δεύτερο απολύτως κρίσιμο αίτημα είναι η Αποτελεσματικότητα.
Η Αυτοδιοίκηση έχει πράγματι υποστεί σημαντικές απώλειες σε πόρους και ανθρώπινο δυναμικό λόγω των μνημονιακών πολιτικών, τις οποίες το ΥΠΕΣΔΑ προσπαθεί συστηματικά να αποκαταστήσει, ανάλογα με τη συνολική πορεία της χώρας.
Υπάρχουν ωστόσο πολλά να γίνουν πέραν αυτού, τα οποία θα μπορούσαν να έχουν θετική επίπτωση τόσο στην ποιοτική λειτουργία των ΟΤΑ και την καθημερινότητα των πολιτών, όσο και στα ίδια τα δημοσιονομικά μεγέθη.
Ενδεικτικά: Το ζήτημα της αποσαφήνισης και απλοποίησης του συστήματος επιμερισμού των αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφορετικών διοικητικών βαθμίδων, ώστε όλες οι αρμοδιότητες να ασκούνται αποτελεσματικά και γρήγορα, στο εγγύτερο δυνατό προς τον πολίτη επίπεδο είναι μείζον και αποτελεί βασική αιχμή της σχεδιαζόμενης μεταρρύθμισης.
Το ίδιο ισχύει και για την είσπραξη των ιδίων εσόδων των ΟΤΑ –η οποία σε πολλές περιπτώσεις βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, τόσο για αντικειμενικούς λόγους όσο όμως και λόγω μιας εσφαλμένης αντίληψης περί κοινωνικής ευαισθησίας κάποιων δημοτικών αρχών –ή για την πλήρη διαφάνεια κατά την κατάρτιση και εκτέλεση των προϋπολογισμών, ώστε ο πολίτης να βλέπει πού πηγαίνουν τα χρήματά του.
Τελευταίο σημείο, ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην επίτευξη του στόχου της Δίκαιης Ανάπτυξης –που θα συνδυάζει την οικονομική μεγέθυνση με δίκαιη κατανομή βαρών και ωφελειών, κοινωνική αλληλεγγύη, περιβαλλοντική βιωσιμότητα και υπέρβαση των περιφερειακών και τοπικών ανισοτήτων.
Μέχρι σήμερα, η Αυτοδιοίκηση είχε στα θέματα αυτά εκτελεστικού χαρακτήρα αρμοδιότητες κατά κύριο λόγο, ενώ οι διεκδικήσεις της περιορίζονταν στη διαχείριση μεριδίου από την «πίτα» των χρηματοδοτικών εργαλείων, και κυρίως του ΕΣΠΑ.
Στόχος είναι να διαμορφωθούν τα κατάλληλα θεσμικά, επιστημονικά και χρηματοδοτικά εργαλεία, που θα δημιουργήσουν συνέργειες στο πλαίσιο της νέας Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής, θα προωθήσουν την αξιοποίηση της περιουσίας των ΟΤΑ, θα ενισχύσουν την κοινωνική πολιτική, όχι μόνο ως προς τη λειτουργία των προνοιακών δομών, αλλά κυρίως με τη σύνδεση της Αυτοδιοίκησης με τα τοπικά εγχειρήματα αλληλεγγύης και, τέλος, θα εντάξουν ως προτεραιότητα και στους αυτοδιοικητικούς σχεδιασμούς την προώθηση της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας.
Σαφώς, στο πλαίσιο του εκτεταμένου δημοκρατικού διαλόγου που έχει ήδη ανοίξει με πρωτοβουλία της κυβέρνησης, θα κατατεθούν πολλές απόψεις, θα επισημανθούν επιμέρους αδυναμίες, περισσότερο ή λιγότερο τεχνικού χαρακτήρα, και βέβαια θα προωθηθούν από τους αρμόδιους φορείς οι προτάσεις και τα αιτήματα των αιρετών και των εργαζομένων στους ΟΤΑ, τα οποία λαμβάνονται σοβαρά υπόψη και σε πολλές περιπτώσεις απηχούν την άποψη και του υπουργείου.
Ωστόσο, βασικός κριτής κάθε πολιτικής πρωτοβουλίας είναι, σε τελική ανάλυση, οι ίδιοι οι πολίτες, στους οποίους όλοι λογοδοτούμε. Και μέτρο της όποιας επιτυχίας μας θα είναι η λύση των δικών τους προβλημάτων και η επιτυχής απάντηση των κοινωνικών αιτημάτων.
* Γ.Γ. του υπουργείου Εσωτερικών & Δ.Α. – πρόεδρος της Επιτροπής για την Αναθεώρηση του Θεσμικού Πλαισίου της Τ.Α.