9 Μαΐου 1934 Άλλος ένας ματωμένος Μάης στην πόλη της Καλαμάτας
Του Κώστα Καπετανάκη

Στη φωτογραφία που υπάρχει στο Εργατικό Κέντρο Καλαμάτας απαθανατίζονται νεκροί λιμενεργάτες.
Κατά την περίοδο του μεσοπολέμου το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα αποτυπώνεται ως εκφραστής των κοινωνικών αγώνων και των συλλογικών διεκδικήσεων . Ενσωματώνει μορφές συλλογικής και κοινωνικής δράσης στο πεδίο των αντικρουόμενων κοινωνικών συμφερόντων και πραγματώνεται σε ένα κλίμα τρομοκρατίας που εκφράζεται από το αστικό κράτος. Παράλληλα με τη βιομηχανική ανάπτυξη στην Ελλάδα, η πορεία της οποίας ήταν ανοδική κατά το 1924-1929, αναπτύσσεται και η εργατική τάξη. Έτσι, μετασχηματίζεται η κοινωνία και διαμορφώνονται νέα δεδομένα όσον αφορά το οικονομικό, το πολιτικό, το κοινωνικό και το συνδικαλιστικό επίπεδο. Σε δεκάδες επιχειρήσεις στην Ελλάδα απασχολούνται εργαζόμενοι οι οποίοι επενδύουν την εργατική τους δύναμη για να ζήσουν. Πάνω σε αυτό το αίτημα για ζωή από το 1923 εμφανίζονται έντονες εργατικές κινητοποιήσεις που λαμβάνουν τη μορφή διαμαρτυριών και διεκδικήσεων μέσα από απεργίες και διαδηλώσεις. Στόχος αυτών των μορφών πάλης είναι οι αυξήσεις στους μισθούς, δημιουργία συστήματος περίθαλψης, μείωση της ανεργίας και συνδικαλιστικές ελευθερίες οι οποίες καταστέλλονται και θεσμικά μέσα από νομοθετικές διατάξεις. Για παράδειγμα, το 1929 ψηφίστηκε από τον Βενιζέλο και τη βουλή το ιδιώνυμο που θεωρεί την κομμουνιστική δράση ποινικό αδίκημα και προβλέπει διαδικασία διάλυσης διεκδικητικών σωματείων. Το αποτέλεσμα είναι ότι στο διάστημα 1929-1934 ο κοινωνικός αναβρασμός είναι έντονος και τα όργανα του κράτους μετατρέπουν τις εργατικές εκδηλώσεις σε αιματηρά γεγονότα.
Απεργιακές κινητοποιήσεις με νεκρούς
Πρωτομαγιάτικες απεργίες στην Αθήνα βάφονται με αίμα. Στην Καβάλα καπνεργάτες χάνουν τη ζωή τους μετά από συμπλοκή με την αστυνομία. Το ίδιο συμβαίνει λίγο αργότερα στη Θεσσαλονίκη και στο Αγρίνιο. Το 1929 απεργούν μεταλλωρύχοι στο Λαύριο και εργάτες στην Ελευσίνα, οι οποίοι σκοτώνονται από την αστυνομία. Το 1933 διαδραματίζονται απεργίες στα υφαντουργεία του Λαναρά με 5 νεκρούς από τη χωροφυλακή. Το 1934 στην Ελευσίνα σκοτώνονται 4 απεργοί από τον στρατό. Ακολουθούν μια σειρά διεκδικητικών κινημάτων σε Βόλο, Λάρισα και αλλού.
Μέσα σε συνθήκες επαγρύπνησης και ανάπτυξης του εργατικού κινήματος έρχεται να προστεθεί η εξέγερση των λιμενεργατών Καλαμάτας στις 9 Μαΐου 1934. Το λιμάνι της Καλαμάτας είχε μετατραπεί σε σημαντικό βιομηχανικό κύτταρο αφού εξυπηρετούσε τις εκφορτώσεις εμπορευμάτων από τη θάλασσα. Στην προκυμαία και στις γύρω περιοχή υπήρχαν επιχειρήσεις που κατεργάζονταν την πρώτη ύλη. Μια από αυτές ήταν και οι κυλινδρόμυλοι «Ευαγγελίστρια». Ένα μεγάλο μέρος του εργατικού της δυναμικού ήταν πρόσφυγες αφού αποτελούσαν φτηνό εργατικό δυναμικό.
Το λιμάνι μετατρέπεται σε ένα κοινωνικό χώρο ιδεολογικής και ταξικής σύγκρουσης. Ήδη από τον Οκτώβριο του 1932 οι φορτοεκφορτωτές ξεκίνησαν απεργιακές κινητοποιήσεις διεκδικώντας να δουλεύουν εκ περιτροπής (δηλαδή μια ο ένας, μια ο άλλος) με στόχο να μη μένουν χωρίς μεροκάματο οι συνάδελφοί τους. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από τους εργολάβους του λιμανιού. Πραγματοποιήθηκαν συμπλοκές όταν επιχειρήθηκε να σπάσει η απεργία από τους αστυνομικούς και τους απεργοσπάστες. Το κλίμα ήταν τεταμένο και ακολούθησαν συμπλοκές με ξυλοδαρμούς. Το λιμάνι για ένα μήνα νέκρωσε και οι ιδιοκτήτες κήρυξαν λοκ άουτ. Τόσο κράτησαν και οι συγκρούσεις.
Το αποκορύφωμα των εργατικών διεκδικήσεων
Στις αρχές του 1933 σε μια συγκυρία, κατά την οποία η ανεργία αποτελεί μάστιγα, ξεσπάει νέα απεργία από τους λιμενεργάτες της Καλαμάτας. Οι λιμενεργάτες ζητούν να μη λειτουργήσει το σιλό των κυλινδρόμυλων γιατί θα ανατροφοδοτούσε την ανεργία της περιοχής. Το σιλό πρόκειται για μια απορροφητική αντλία που ρουφάει σιτάρι από τα αμπάρια των πλοίων χωρίς την παρέμβαση των εργατών και αυτό θα είχε σαν αποτέλεσμα τη μείωση του εργατικού δυναμικού. Μέσα σε αυτή τη συγκυρία οι εργάτες διεκδίκησαν 8 δραχμές ανά τόνο εκφορτωμένου σιτάρι αναδρομικά από το 1928. Το αίτημα απορρίφθηκε από τους εργοδότες που πρότειναν 5 δραχμές ανά τόνο χωρίς αυτό να ισχύει ανα
δρομικά. Η απόρριψη των αιτημάτων προκαλεί καινούργιες απεργίες τον Απρίλη του 1934, ενώ σε όλη την Ελλάδα άνεργοι εργάτες διαδηλώνουν για τη θεσμοθέτηση επιδομάτων. Ο Μάης που ακολούθησε ήταν το αποκορύφωμα των εργατικών διεκδικήσεων.
Στις αρχές Μαΐου οι απεργιακές κινητοποιήσεις είναι γεγονός και στην Καλαμάτα μετά από γενικές συνελεύσεις που προηγήθηκαν. Ο νομάρχης δίνει εντολή να περιφρουρηθούν οι κυλινδρόμυλοι από το στρατό γιατί θα έρχονταν πλοία με σίτο. Καθώς συνεχίζεται η απεργία από λιμενεργάτες και μυλεργάτες, στις 8 Μαΐου πλέει προς το λιμάνι το ατμόπλοιο «Λίμνη» για να εκφορτώσει σιτάρι μέσω του σιλό. Επικράτησαν συμπλοκές ανάμεσα σε στρατό, αστυνομία και απεργούς. Στις 9 Μαΐου οι συγκρούσεις συνεχίζονται προσπαθώντας να πλησιάσουν οι εργάτες το πλοίο «Λίμνη». Τελικά, οι λιμενεργάτες μπαίνουν σε μαούνα για να προσεγγίσουν το ατμόπλοιο και ο στρατός τούς στοχεύει με οπλοπολυβόλα. Άλλος ένα Μάης βάφτηκε με αίμα. Σκοτώθηκαν ο Ανδρέας Σπάλας, Αντώνης Μαραγκουδάκης, Παναγιώτης Μπλίκος, Ιωάννης Κολιτσιδάκης, Βασίλης Γιαρετσινός. Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν και στο κέντρο της πόλης.
Την επόμενη μέρα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αφορούσαν τα γεγονότα της Καλαμάτας. Η εφημερίδα «Θάρρος» περιγράφει ότι «η λιμενεργατική απεργία εβάφη χθες την πρωίαν εις το αίμα. Ο στρατός έβαλλε με οπλοπολυβόλα εναντίον άοπλου πλήθους. Υπάρχουν πέντε νεκροί και δεκαπέντε περίπου τραυματίαι. Την ευθύνην του αιματοκυλίσματος φέρουν ακέραιαν αι αρχαί της πόλεως. Ο επιστημονικός κόσμος, οι επαγγελματίαι και οι εργάται αποδοκιμάζουν τα γεγονότα». Ο «Ριζοσπάστης» γράφει: «ο Τσαλδάρης ματοκύλησε τους εργάτες της Καλαμάτας. Κάτω η δολοφόνα κυβέρνηση των αλευροβιομήχανων».
Κλείνοντας πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό το κίνημα είχε αντίκτυπο σε όλη την Ελλάδα. Στο επόμενο διάστημα ακολούθησαν κι άλλες απεργίες. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι όλα τα σωματεία της πόλης συμπαραστάθηκαν οικονομικά στους απεργούς. Το κίνημα των λιμενεργατών ανακηρύσσεται ως κοινωνικό κίνημα γιατί πίστευαν ότι μέσα από τους αγώνες και τις νίκες τις δικές τους νικά συνολικά η εργατική τάξη.