H αποξένωση από το χώρο της πόλης και η κρίση της συλλογικής μνήμης

Sharing is caring!

H Ελένη Πορτάλιου είναι επικ. καθηγήτρια στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Τμήμα Αρχιτεκτόνων.

Το παρόν κείμενο αποτελεί Εισήγηση στα Σεμινάρια του Αιγαίου (Μήλος, Αύγουστος 1996)

Τα ιστορικά κέντρα των πόλεων και οι χωρικές σταθερές

O 19ος αιώνας έφερε δραματικές αλλαγές στη μορφή της παραδοσιακής πόλης. Εντοιχισμένες και οριοθετημένες, παρά τις αλλαγές που είχαν εγγραφεί στο σώμα τους μετά το μεσαίωνα, οι πόλεις γνώρισαν μια χωρίς προηγούμενο διάσπαση της συνοχής τους με τη συσσώρευση νέων πληθυσμών και δραστηριοτήτων και τη χωρίς όρια επέκταση, αναδιάτα­ξη και επανασχεδιασμό του χώρου τους, ώστε ν’ ανταποκρίνεται στις νέες ανάγκες κίνησης του κεφαλαίου.

H έκρηξη της βιομηχανικής παραγωγής και η νέα λειτουργία της πόλης ως τεράστιας, ενιαίας αγοράς εμπορευμάτων, μαζί με τη διαμόρφωση ενός σύνθετου πλέγματος θεσμών κρατικής εξουσίας, συμβαδίζουν με την απώλεια ενός κατανοητού χωρικού νοήματος για τις λαϊκές τάξεις και τους κατοίκους τους. Τόσο οι προλεταριοποιημένες αγροτικές μάζες, χωρίς εμπειρία αστικής κατοίκισης, όσο και οι προηγούμενοι κάτοικοι των πόλεων αποκό­πτονται από τις χωρικές σταθερές που είχαν σωρευτικά διαμορφώσει μέσα από την εμπει­ρική παράδοση κατοίκησης και νοηματοδότησης του χώρου.

H πόλη είναι συλλογική ανθρώπινη κατασκευή, έργο των ανθρώπινων χεριών και από τη φύση της διαχρονική, ταλαντευόμενη ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Δεν εκθέτει μια εξελικτική ανάπυξη σταδίων και εποχών, αλλά αντίθετα αποκαλύπτει το πέρασμα του χρόνου σε στρώματα και ίχνη. Το ιστορικό κέντρο, ταυτιζόμενο συνήθως με το κέντρο, δηλαδή την πύκνωση της πόλης με το μεγαλύτερο ιστορικό βάθος, μπορεί να χα­ρακτηριστεί το ίδιο ως προνομιακός συντελεστής διαχρονικής αστικότητας και ν’ αποτελέ­σει ενδιαφέρον πεδίο μελέτης των μετασχηματισμών και των σταθερών της πόλης.

H πόλη μεταβάλλεται και σ’ αυτή την αέναη κίνηση, το στρόβιλο της ιστορίας μετά το 19ο αιώνα, οι σταθερές της ανθρώπινης ύπαρξης αναζητούνται στη μνήμη, η οποία με τη σειρά της αναζητά τις διαβάσεις της. H πόλη είναι από μόνη της θεματοφύλακας της ιστορίας, που η επανασύσταση της μπορεί να γίνει με τάξη, επιμέλεια και, συνήθως, χωρίς χάσματα.

Αλλά οι χώροι της πόλης, τα αρχιτεκτονικά τοπία με τη ζωή που εγχαράσσεται σ’ αυτά, οι μορφές, αποτελούν και ενεργούς τροφοδότες της μνήμης που, αντίθετα με την ιστορία, είναι αποσπασματική και παλινδρομεί.

H πόλη είναι, λοιπόν, γεννήτορας της συλλογικής μνήμης και, αντίστροφα, λειτουργεί ως οδηγός ανάγνωσης και οικειοποίησης του χώρου της πόλης για τις κοινωνικές ομάδες και τα άτομα. Τροφοδοτεί την εμπειρία που, όπως λέει ο Welter Benjamin, «είναι υπόθεση της παράδοσης στη συλλογική και την ιδιωτική ζωή. Σχηματίζεται όχι τόσο από επιμέρους δεδομένα, αυστηρά εντοπισμένα στην ανάμνηση όσο από συσσωρευμένα, συχνά μη συνει­δητά στοιχεία, που συρρέουν στη μνήμη»1.

H σχέση των λαϊκών τάξεων και των κατοίκων της πόλης με το ιστορικό κέντρο επιδέ­χεται αναγνώσεις σε πολλαπλά επίπεδα, πλην όμως εδώ κυρίως υπάρχουν κατατεθειμένες σταθερά οι αψευδείς μαρτυρίες της διαχρονικότητας της πόλης.

Στοιχεία διάρκειας

Οι χωρικές σταθερές στην ιστορία της πόλης

Τα ιστορικά κέντρα των πόλεων ταυτίζονται με τις ίδιες τις πόλεις στη γέννηση τους και έρχονται από το βάθος του χρόνου. Σ’ αυτό το χώρο συγκεντρώνονται τα στοιχεία εκείνα της πόλης που χαρακτηρίζονται από διάρκεια, δηλαδή τη σταθερή παρουσία τους παρόλες τις πιθανές μεταβολές μέσα στους μετασχηματισμούς της πόλης.

O Baudelaire έγραφε: «Le vieux Paris n’est plus (la forme d’une ville/change plus vite, helas! que le coeur d’un mortel)»2. Και ο Aldo Rossi λέει: «Τα σπίτια της παιδικής μας ηλι­κίας παλιώνουν και, καθώς η πόλη αλλάζει, συχνά σβήνει τις αναμνήσεις μας»2.

Όμως το σχέδιο πόλης, τα μνημεία, ορισμένα δημόσια κτίρια και ορισμένοι τύποι κτι­ρίων, στην κλίμακα της πόλης και την κλίμακα της αρχιτεκτονικής, αποτελούν αναφορές ριζωμένες στο χρόνο που παραδίδονται από εποχή σε εποχή, επιτρέποντας στην πόλη συ­νολικά ν’ αποκτήσει ρίζες στην ιστορία.

Κατά τον Marcel Poete οι πόλεις τείνουν να παραμείνουν στους άξονες ανάπτυξής τους, διατηρούν τις χαράξεις τους, εξελίσσονται σύμφωνα με την κατεύθυνση και τη σημα­σία των πιο παλιών συντελεστών τους3. Το σχέδιο πόλης αφορά τη δομή του δημόσιου χώ­ρου και συνδέεται με τους δύο τύπους της πυκνής υπαίθριας αστικότητας —το δρόμο και την πλατεία— που χαρακτηρίζουν την ιστορία του ανθρώπινου πολιτισμού.

Παρά τις ριζικές επεμβάσεις που έγιναν το 19ο αιώνα στις πόλεις με τα επάλληλα με­σαιωνικά, αναγεννησιακά, μπαρόκ στρώματά τους και τη βίαιη αποκοπή από την προηγού­μενη σχεδιαστική παράδοση, στα ιστορικά κέντρα τους έμειναν, ηθελημένα ή τυχαία, ίχνη του χρόνου που είχε κυλήσει.

Καθοριστικά στοιχεία των επεμβάσεων και των επεκτάσεων, όπως ο δακτύλιος που αντικατέστησε τα τείχη όταν γκρεμίστηκαν σε πολλές πόλεις, ή τα εγκλωβισμένα αποσπά­σματα που χρειάζονται νοσταλγικά μάτια για να τα εξερευνήσουν, τα προγενέστερα ίχνη της δομής της πόλης μεταγράφονται με κάποιο τρόπο στους μετασχηματισμούς της.

Τα μνημεία παραμένουν εξαιρετικές μορφές τέχνης πάνω από την οικονομία και την πρακτική ανάγκη, διαπιστώνει ο Aldo Rossi, και γύρω απ’ αυτά μπορεί ν’ αρχίσει να ξαναγεννιέται μια πόλη4. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Ακρόπολη, έπαιξε αυτό το ρόλο για την Αθήνα.

Tα  δημόσια κτίρια που δε γίνονται μνημεία, ανεξάρτητα από τους μετασχηματισμούς της χρήσης τους και αποσυνδεδεμένα από μια στενή λειτουργική προσέγγιση, με τη συμβο­λική σημασία και τη μορφή τους αποτελούν καθοριστικά στοιχεία που διαρκούν στην ταυ­τότητα της πόλης.

H αποξένωση από το χώρο της πόλης

H επαφή των κατοίκων της πόλης με τις σταθερές του σχεδίου και του δημόσιου χώ­ρου, των μνημείων, των δημόσιων κτιρίων και ορισμένων κτιριακών τύπων υπόκειται στην αποξένωση που χαρακτηρίζει σταδιακά τις σχέσεις τους με το χώρο. Παρόλ’ αυτά, αυτές οι σταθερές παραμένουν εκεί, ριζωμένες στον τόπο και το χρόνο και μπορούν ν’ ανακληθούν ανά πάσα στιγμή μέσα στις κοινωνικές αντιφάσεις που ενεργοποιούν την ιστορία ή μέσα από τις εκλάμψεις της μνήμης.

H αποξένωση και η αποκοπή του λαϊκού κόσμου από τον κεντρικό χώρο της πόλης εί­ναι μια διαδικασία προοδευτικά αυξανόμενη και ταυτόχρονα αντιφατική, καθώς μεταβαί­νουμε από το 19ο στο τέλος του 20ού αιώνα. Συνδέεται με την ίδια τη φυσική παρουσία τους αλλά και τον τρόπο που αυτή πραγματώνεται σε πολιτικό, κοινωνικό και συμβολικό επίπεδο και, επομένως, με τον τρόπο που το κέντρο της πόλης μπορεί ν’ αποτελέσει υπο­δοχέα της συλλογικής μνήμης.

O 19ος και κυρίως ο 20ός αιώνας χαρακτηρίζονται από τη σταδιακή απώθηση των λαϊ­κών τάξεων από τα κέντρα των πόλεων, καθώς η κατοικία και η εργασία τους εκτοπίζονται στην περιφέρεια.

H πολιτική παρουσία των λαϊκών τάξεων στο κέντρο της πόλης

Oι λαϊκές τάξεις επανέρχονται στην πόλη πολιτικά, στο βαθμό που συμπεριλαμβάνο­νται στους δημόσιους θεσμούς και αποκτούν την ιδιότητα του πολίτη μέσα από τις τυπικές εκδηλώσεις της εξουσίας, καθώς και με τα μεγάλα πολιτκά και κοινωνικά κινήματα που σφραγίζουν τον κεντρικό χώρο της πόλης.

H δημόσια σφαίρα δεν είναι στατική, διατρέχεται από αντιθέσεις και συγκρούσεις. O Richard Sennet αναφερόμενος σε δύο μαζικές λαϊκές γιορτές που έγιναν στην ακμή της Γαλλικής Επανάστασης το 1792 στο Παρίσι, η μια με την οργανωτική φροντίδα του επανα­στάτη καλλιτέχνη Jacques Louis David και η άλλη του αρχιτέκτονα και συγγραφέα Quatremere de Quincy, εξηγεί πώς χρησιμοποιείται τελείως διαφορετικά η γεωγραφία της πόλης ανάλογα με τις ανάγκες των διοργανωτών: η μία γιορτή του Simonneau έγινε για να τιμήσει τους επαναστάτες και η άλλη του Chateauvieux ένα θύμα της επανάστασης5.

Tα  ιστορικά κέντρα των πόλεων είναι φορτισμένα απ’ αυτές τις πραγματώσεις του συλλογικού που ανακαλούνται από το βάθος της ιστορίας και στοιχειώνουν τη συλλογική μνήμη των λαών, εγκυμονώντας το φόβο της επανάστασης για τις κυρίαρχες τάξεις που οργανώνουν το χώρο της πόλης με την ελπίδα να εκτοπίσουν παντοτινά την απειλή.

H πολιτική παρουσία των λαϊκών τάξεων στο κέντρο της πόλης διατηρείται σταθερά με τρόπους τυπικούς και αυτόνομους μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, όπου περιορίζεται και υποβαθμίζεται με την παρακμή των δημόσιων θεσμών και τη θεαματοποίηση της πο­λιτικής.

Θεατές και καταναλωτές

Αλλά οι κάτοικοι των πόλεων ζουν τον κεντρικό χώρο της πόλης κατά τους μετασχη­ματισμούς του από το 19ο μέχρι και τον 20ό αιώνα επίσης ως θεατές και καταναλωτές των νέων τοπίων της πόλης και των εμπορευμάτων που κατακλύζουν το χώρο της. Το εμπόριο και η οργανωμένη ψυχαγωγία κυριαρχούν σταδιακά στα ιστορικά κέντρα.

Στην πόλη του 19ου αιώνα οι αρχιτέκτονες αναλαμβάνουν το σχεδιασμό και καλλωπι­σμό του δημόσιου χώρου που ενδυναμώνει την έννοια του πολίτη, σχεδιάζουν χώρους δια­σκέδασης, θέατρα και όπερες, νέα πάρκα και χώρους περιπάτου, κτίρια που στεγάζουν δη­μόσιους θεσμούς, μεγάλα πολυκαταστήματα, κτίρια-στοές και μεγάλους χώρους εκθέσεων, πανοράματα, διοράματα και πολυτελή ξενοδοχεία, σιδηροδρομικούς σταθμούς, επιβλητι­κές τράπεζες και γραφεία.

H εξάπλωση των φαντασμαγορικών μορφών στο δημόσιο χώρο εγκλωβίζει στην αμείλι­κτη δύναμη του εμπορεύματος που κρύβεται πίσω από τη φαντασμαγορία την αίγλη της τέ­χνης, το περιεχόμενο του φανταστικού και των αισθήσεων.

Όπως παρατηρεί η Christine Boyer, «η αληθινή πόλη που δεν εκτέθηκε ποτέ πραγματι­κά, βαθμιαία εξαφανίζεται από τη θέα: το χάος της, οι ταξικές διακρίσεις, οι παγίδες και τα ελαττώματά της, όλ’ αυτά τοποθετούνται έξω από το κυκλικό πλαίσιο, πάνω από τον ορίζοντα που δέσποζε στη ματιά του παρατηρητή»6.

O 20ός αιώνας ολοκληρώνει τη λειτουργία του κεντρικού χώρου της πόλης ως αγοράς εμπορευμάτων και οργανωμένης ψυχαγωγίας απωθώντας τις ζώνες παραγωγής και εγκαθι- στώντας σε περίοπτη θέση τη διοίκηση των επιχειρήσεων. Εισάγει τα νέα σύμβολα της τα­χύτητας, της προβολής της διαφήμισης, της ολοκληρωτικής θεαματοποίησης και ο ιστορι­κός χώρος μετατρέπεται σε σκηνογραφικά αποσπάσματα καταναλώσιμα και τα ίδια ως εμπορεύματα.

Παρόλη την αμείλικτη φορά της προόδου, η διαδικασία δεν είναι ευθύγραμμη καθώς πάντα, με φθίνουσα πρόοδο από το παρελθόν στο παρόν, στον κεντρικό χώρο της πόλης επιβιώνουν λαϊκοί θεσμοί μικροεμπορίου και πλανόδιων αγορών, ελεύθερη διασκέδαση και οι κοινωνικές πρακτικές της γιορτής, του καρναβαλιού, των θιάσων, των παραστάσε­ων, της βόλτας, του χαζέματος, της περιπλάνησης. Μέσα σε αποσπασματικά κατάλοιπα τόπων και αναμνήσεων, η πόλη υπενθυμίζει τη δυνατότητά της να παραμένει ένας μαγι­κός μαγνήτης αρχαϊκότητας που δε θα στερηθεί ποτέ τα μυστικά περάσματά της στο χώρο της μνήμης.

H προβληματική σχέση με την ιστορία

H σχέση με το παρελθόν και την ιστορία της πόλης τροποποιείται ριζικά μέσα στις αλ­λαγές που συνοδεύουν τους χωρικούς μετασχηματισμούς.

H συγκρότηση των εθνικών κρατών το 18ο και το 19ο αιώνα χρειάζεται την επανασύ­σταση της ιστορίας, την ταυτότητα που μπορεί να προσδώσει το παρελθόν σ’ έναν κόσμο μεταβαλλόμενο γρήγορα, αναντίστοιχα με το χρόνο της ανθρώπινης ζωής.

Αυτή η επανασύσταση, για την οποία η εξουσία ελπίζει ότι μπορεί ν’ αναστείλει τους κινδύνους που εγκυμονεί για τη σταθερότητά της η ιστορική αταξία, είναι επιλεκτική: μνη­μεία αποσυνδεδεμένα από το περιβάλλον τους, κατάλοιπα προηγούμενων τόπων που φθί­νουν, μουσεία και κατακερματισμός της ολότητας της πόλης στα μάτια των κατοίκων της. Oι εγγεγραμένες παραδόσεις στο χώρο, όταν ενεργοποιούνται κυρίως από τα κινήματα του ρομαντισμού, εντάσσονται στο νέο πλαίσιο τυπικά και φαντάζουν στερημένες νοήματος, αφού δεν αντιστοιχούν σε εμπειρίες του παρόντος.

Oι ουτοπίες του 20ού αιώνα επιχειρούν την πλήρη ρήξη με την ιστορία. H υπαρκτή ιστορική πόλη φαίνεται καθαυτή πηγή δεινών και επικίνδυνων κοινωνικών εξελίξεων, γι’ αυτό οι σχεδιαστικές σχηματοποιήσεις αναφέρονται σε μια άλλη άχρονη πόλη του μέλλο­ντος που βασιλεύει η τάξη του λόγου. H αντιφατική πραγματικότητα των ιστορικών κέ­ντρων μένει έξω από την προσοχή τους.

Μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι καταστροφές των ιστορικών κέντρων κινδυ­νεύουν να πάρουν μεγαλύτερες διαστάσεις απ’ αυτές του 19ου αιώνα και η ιστορία της πό­λης να μείνει χωρίς καθόλου υλικές αναφορές, δημιουργείται μια αντίστροφη κίνηση προ­στασίας. Όμως η προστασία και η επανακατοίκηση του κέντρου, ιδιαίτερα πρόσφατα, υπο­κινούνται εξ ολοκλήρου από τις δυνάμεις της αγοράς. Πρόκειται, συνήθως, για εμπορευμα­τοποίηση της ιστορίας που απευθύνεται σε προνομιακές κοινωνικές ομάδες καταναλωτών.

H κρίση της συλλογικής μνήμης

Αυτή η προβληματική σχέση των κατοίκων της πόλης με την ιστορία ως επιλεκτική επα- νασυλλογή, ως ρήξη με το παρελθόν ή ως καταναλώσιμο εμπόρευμα συμβαδίζει με την κρί­ση της συλλογικής μνήμης στην οποία έχουν συνεργήσει οι μετασχηματισμοί της δημόσιας σφαίρας και οι οργανώτριες του χώρου της πόλης δυνάμεις της αγοράς.

H κρίση της μνήμης εμφανίζεται κατά τον Walter Benjamin με τη μορφή της αποστα­σιοποίησης για την προστασία από τα σοκαριστικά ερεθίσματα, καθώς «το τεχνολογικά αλλοιωμένο περιβάλλον εκθέτει το ανθρώπινο αισθητήριο σε φυσικά σοκ τα οποία αντι­στοιχούν σε ψυχικό σοκ»7.

Σ’ αυτό το μηχανισμό εδράζεται η κατάρρευση της εμπειρίας, αφού «η αντίληψη γίνεται εμπειρία μόνο όταν συνδέεται με αισθήσεις-μνήμες του παρελθόντος, αλλά για το “προστα­τευτικό μάτι” που αποκρούει τις εντυπώσεις δεν υπάρχει φανταστική άφεση σε μακρινά πράγματα»7.

Από την άλλη, η ανάπτυξη όλο και πιο αφηρημένων μέσων επικοινωνίας που φτάνουν μέχρι τις αόρατες λεωφόρους πληροφορίας και τα προσομοιωμένα περιβάλλοντα, που υποκαθιστούν το χώρο ως κύρια πηγή πληροφορίας, οδηγεί σε ατροφία την εμπειρική συ­ναίσθηση του χώρου και ανατροφοδοτεί την απώλεια της μνήμης.

Γιατί η πόλη ως τόπος (locus) της συλλογικής μνήμης εντυπώνεται στο συλλογικό ασυ­νείδητο, γίνεται οικεία μέσα από διαδικασίες ζωντανής εμπειρίας που παραδίδονται στους κατοίκους της πόλης.

H αρχιτεκτονική, δηλαδή η μορφή που παίρνει η πόλη, αντιμετωπίζεται, όπως αναφέρει πάλι ο Walter Benjamin στο Έργο Τέχνης στην Εποχή της Τεχνικής Αναπαραγωγιμότητάς του με διπλό τρόπο —με τη χρήση και τη θέαση, με την αφή και την όραση. Αυτές οι δύο διαστάσεις αμβλύνονται από το 19ο στον 20ό αιώνα, καθώς ο κύριος τρόπος πρόσκτησης εντυπώσεων γίνεται η αβαθής όραση των αντικειμένων που, στερημένα της αίγλης τους, «δε διατηρούν κάτι από τα μάτια που τα κοίταξαν», κατά τη διατύπωση του Marcel Proust.

Από τη φαντασμαγορία ως υπνωτική σχέση με την εμπειρία και τη φαντασία, στην πα­νοραμική θέαση του χώρου της πόλης ως σειράς γρήγορων εντυπώσεων και μέχρι τα φα­νταστικά στυλ ζωής συντελείται η αποφόρτιση της αισθήσεων και της εμπειρίας.

Επίλογος

O μαρασμός της εμπειρίας και η κρίση της συλλογικής μνήμης, η απώθηση των λαϊκών τά­ξεων από τα ιστορικά κέντρα αλλά και η αποξένωση στις σχέσεις των κατοίκων της πόλης με την ιστορία και το χώρο της, αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά του σύγρονου πολιτισμού.

Παίρνουν εκρηκτικές διαστάσεις καθώς τα κύματα μετανάστευσης διογκώνονται και οι άνθρωποι εξωθούνται αναγκαστικά από τις πατρίδες τους, επομένως αποκόπτονται βίαια από κάθε χωρική αναφορά, και περιφέρονται ξένοι, συχνά παράνομοι και διωκόμενοι, στις χώρες που μεταναστεύουν.

H μελέτη και η κατανόηση αυτών των φαινομένων μπορεί να εντοπίζονται μεθοδολογι­κά στη σφαίρα του πολιτισμού, εδράζονται όμως στις ταξικές και κοινωνικές ανισότητες του σύγχρονου καπιταλισμού, την κυριαρχία των δυνάμεων της αγοράς παγκόσμια και την αντιστροφή της σχέσης δημόσιου-ιδιωτικού.

Σημειώσεις

  1. Walter Benjamin, Illuminations, On some motifs in Baudelaire, Fontana Press, 1992. Ελληνική μετάφαρση Γιώρ­γος Γκουτζούλης, στο Σαρλ Μπωντλαίρ Ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1994.
  2. Α^ Rossi, L’ Architettura della cita, CLUP, Milano, 1978. Ελληνική μετάφραση Bασιλική Πετρίδου, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1991.
  3. Α^ Rossi, ο.π.
  4. Α^ Rossi, O.K.
  5. Richard Sennet, Flesh and Stone, Faber & Faber, London-Boston 1994.
  6. Christine Boyer, Ihe City of Collective Memory, ΜΙΤ Press, 1994.
  7. Susan Buck-Morss, «Αισθητική-Αναισθητική». Ελληνική μετάφραση Φώτης Τερζάκης, Mάvος Σπυριδάκης, Λογογεχνικό περιοδικό Πλανόδιον, τεύχος 23, Ιούνιος 1996.
  8. Walter Benjamin, Illuminations, Ihe work of art in the age of mechanical reproduction, Fontana Press, 1992.

s

n

Μπορεί επίσης να σας αρέσει...