ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΠΟΛΕΙΣ
Σχόλια για τους πολεοδομικούς μετασχηματισμούς κατά τον 19ο και 20ο αιώνα
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΛΥΖΟΣ, ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΑΒΙΛΑΣ, ΦΕΡΕΝΙΚΗ ΒΑΤΑΒΑΛΗ
2005-2006
Το τέλος των παλαιών πόλεων
Καθώς πλησίαζε ο 19ος αιώνας, δύο μεγάλες αλλαγές συνέβαιναν στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική. Η νεογέννητη Βιομηχανική Επανάσταση άλλαζε τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, τις τεχνικές δυνατότητες, τους πολιτισμούς. Οι μεγάλες πολιτειακές αλλαγές, η Αμερικανική Επανάσταση το 1776 και η Γαλλική Επανάσταση από το 1789 έως το 1893, προκάλεσαν θεμελιώδεις ανακατατάξεις στην δομή των κοινωνιών.
Οι πόλεις μέχρι τότε ήσαν συγκροτημένες σε μορφές, που η καταγωγή τους βρίσκεται πολλούς αιώνες πίσω. Οι οχυρώσεις που τις περιέβαλαν ήταν ένα χαρακτηριστικό τους. Η έκφραση των δομών της φεουδαρχίας στον χώρο, με τα κεντρικά ανακτορικά συγκροτήματα ήταν ένα δεύτερο χαρακτηριστικό. Ένα τρίτο χαρακτηριστικό, των πόλεων των θεοκρατικών κοινωνιών από τον Μεσαίωνα μέχρι τον 19ο αιώνα, ήταν η κεντρική θέση των μεγάλων θρησκευτικών συγκροτημάτων είτε επρόκειτο για καθεδρικούς ναούς στον χριστιανικό κόσμο είτε επρόκειτο για τεμένη στον κόσμο του Ισλάμ. Η συνύπαρξη των πολιτικών και θρησκευτικών συγκροτημάτων στο κέντρο ή στο πλέον οχυρωμένο τμήμα των πόλεων, χαρακτήριζε επίσης τον αστικό χώρο όλους αυτούς τους αιώνες. Η υπόλοιπη πόλη αναπτυσσόταν σε σχέση με τα βαριά τείχη, τα ανάκτορα και τους ναούς. Οι κατοικίες μαζί με τα βιοτεχνικά καταστήματα καταλάμβαναν τον χώρο μεταξύ του κεντρικού τμήματος και της περιτοίχισης. Το εμπόριο στη Δύση τις περισσότερες φορές διεξαγόταν σε υπαίθριες αγορές στις ελάχιστες πλατείες ή λίγο έξω από τις οχυρές πύλες. Αντίθετα στην Ανατολή υπήρχαν μεγάλες στεγασμένες ή ημιυπαίθριες αγορές-παζάρια.
Η έξοδος από τα οχυρά
Η ανάπτυξη του εμπορίου, η αύξηση της κινητικότητας, φαινόμενο που άρχισε την εποχή των Σταυροφοριών και κορυφώθηκε αμέσως μετά, κατά την εποχή των μεγάλων εξερευνήσεων, τον εποικισμό της Αμερικής και το άνοιγμα των δρόμων προς την Ανατολή, οδήγησε στη γέννηση νέων δυναμικών κοινωνικών τάξεων ναυτικών και εμπόρων. Αυτή η διαδικασία σταδιακά έσπασε την εσωστρέφεια και την απομόνωση των πόλεων της εποχής του Μεσαίωνα. Παράλληλα, η Αναγέννηση και στη συνέχεια ο Διαφωτισμός βοήθησαν ώστε να χάσει την κυρίαρχη θέση του το θεοκρατικό μοντέλο το οποίο καθόριζε έως τότε την καθημερινή ζωή των κοινωνιών. Οι δύο κοινωνικές επαναστάσεις στην Αμερική και τη Γαλλία, και άλλες λιγότερο σημαντικές στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο έφεραν στην εξουσία την νέα τάξη των αστών και το πέρασμα από το φεουδαρχικό στο κεφαλαιοκρατικό οικονομικό σύστημα.
Η ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας, αποτέλεσμα των πιο πάνω, οδήγησε στο πέρασμα από τη βιοτεχνική στη βιομηχανική παραγωγή των αγαθών. Αυτός ο μετασχηματισμός, η Βιομηχανική Επανάσταση, δημιούργησε νέους όρους στην ανάπτυξη των πόλεων. Τα παλαιά πολεοδομικά κέντρα, ο πυκνός αστικός ιστός και η εσωστρέφεια δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των νέων παραγωγικών σχέσεων. Μέσα σε αυτές τις διαδικασίες τα κτίρια και οι πολεοδομικές συγκροτήσεις που στέγαζαν τα παλαιά κέντρα της εξουσίας έπαψαν να είναι τα κορυφαία σύμβολα ενώ τα τείχη και οι διάφορες οχυρώσεις λειτουργούσαν περισσότερο ως τροχοπέδη για την οικονομική ανάπτυξη και τον πλουτισμό παρά ως εργαλείο ασφάλειας των κατοίκων.
Η παγκόσμια έκρηξη του αστικού πληθυσμού και η γέννηση των σύγχρονων πόλεων
Σε ολόκληρο τον πλανήτη, κατά τον Μεσαίωνα, στα 1300, 31 εκατομμύρια άνθρωποι κατοικούσαν σε πόλεις. Το 1800, ο αριθμός έχει ανέβει στα 87 εκατομμύρια. Σε 300 χρόνια δηλαδή αυξάνεται κατά 56 εκατομμύρια κατοίκους πόλεων. Από το 1800 μέχρι το 1900 αυξάνεται κατά 204 εκατομμύρια και τα επόμενα 80 χρόνια αυξάνεται κατά 1 δισεκατομμύρια 440 εκατομμύρια ανθρώπους οι οποίοι πληθαίνουν τη μάζα των ανθρώπων των πόλεων.
Το 1800 η αναλογία του αστικού πληθυσμού σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό ήταν 12% στην Ευρώπη και 5% στην Βόρεια Αμερική. Το 1980 οι αναλογίες αυτές είχαν φθάσει στο 65%.
Οι αριθμοί αυτοί είναι ενδεικτικοί της μεταλλαγής που γνώρισαν οι πόλεις τον 19ο και τον 20ο αιώνα, και δείχνουν για το μέγεθος των κοινωνικών ανατροπών που συνόδευσαν αυτή την αστική έκρηξη.
Την αστική έκρηξη άλλοι την αντιλήφθηκαν ως χαροποιό γεγονός άλλοι αντιμετώπισαν με τρόμο. Ούτως ή άλλως ήταν ένα φαινόμενο που άλλαξε ριζικά έναν τρόπο ζωής αιώνων.
Περιγράφοντας ο C. Dickens στα 1854, το Λονδίνο, αυτή την τρομερή πόλη της Βιομηχανικής Επανάστασης, λέει στα “Δύσκολα Χρόνια”.
“…’Ήταν μια πολιτεία από κόκκινα τούβλα, ή καλύτερα από τούβλα που θa ’ταν κόκκινα αν τ’ άφηναν οι καπνοί και οι στάχτες…είχε τεράστιους όγκους από κτίρια γεμάτα παράθυρα που έτρεμαν και κτυπούσαν όλη μέρα…Είχε κάμποσους μεγάλους δρόμους που έμοιαζαν ο ένας με τον άλλον και πολλούς μικρούς δρομάκους που έμοιαζαν ακόμα περισσότερο ο ένας με τον άλλον και οι άνθρωποι που κατοικούσαν σε αυτούς ήταν το ίδιο όμοιοι μεταξύ τους, έμπαιναν και έβγαιναν όλοι τις ίδιες ακριβώς ώρες αφήνοντας τους ίδιους πάντα ήχους στα ίδια πεζοδρόμια, για να πάνε να κάμουν την ίδια δουλειά, και το κάθε τους σήμερα είναι πανομοιότυπο του χθες και του αύριο και ο κάθε τους χρόνος αντίγραφο του περσινού και του επόμενου χρόνου…
Η άποψη αυτή που αφορά τον χώρο συνοδεύεται από μια αντίστοιχη φοβία που αφορά την κοινωνική ταυτότητα της πόλης. Και ένας άγγλος κληρικός, ο James Shergold Boone την ίδια εποχή, το 1844, λεει σχεδόν τα ίδια τρομερά, από ηθική σκοπιά.
“Αυτή καθαυτή η επέκταση των οικοδομημάτων, η συγκέντρωση μεγάλου αριθμού ανθρώπων σε ένα μόνο τόπο -και με δεδομένο ότι η ανθρώπινη φύση είναι αυτή που είναι- είναι αναπόφευκτο να προκαλεί μόλυνση από την ανηθικότητα… Οι πόλεις είναι θέατρα της ανθρώπινης φιλοδοξίας, της απληστίας, της ηδονής…”
Άλλοι υπερασπιστές των αλλαγών, δηλώνουν με το στόμα του C.T. Welcker to 1843:
“Η ζωή στις πόλεις αφυπνίζει, ενοποιεί και προστατεύει τις υψηλότερες επιδιώξεις, τη βιομηχανία, το εμπόριο και τον πολιτισμό γενικά…Ο άνθρωπος αποκτά δύναμη και παιδεία μόνο μέσω της σχέσης του με τους άλλους ανθρώπους. Αυτό ακριβώς διακρίνει τη ζωή στις πόλεις και αποτελεί ευνοϊκό παράγοντα για ένα υψηλότερο πολιτιστικό επίπεδο στα έθνη…”
Και αντικρούοντας την άποψη ότι η πόλη αποτελεί τόπο διαφθοράς, πάλι ένας άνθρωπος της θρησκείας, ο θεολόγος Robert Vaughan δηλώνει το 1843 :
“…Αν οι μεγάλες πόλεις μπορούν να θεωρηθούν το κρησφύγετο που ευνοεί την εκκόλαψη των χειρότερων μορφών διαφθοράς, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ακριβώς στις πόλεις αυτές η κοινωνία οφείλει σχεδόν εξ’ ολοκλήρου την ανάπτυξη των ιδεών και του ηθικού συναισθήματος που αφοπλίζουν σε μεγάλο βαθμό την διαφθορά….”
Η διπλή ταυτότητα που φαίνεται στα πιο πάνω κείμενα καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τα οράματα και τις προτάσεις που διαμόρφωσαν και εξακολουθούν να διαμορφώνουν το πρόσωπο της σύγχρονης πόλης.
Εξέγερση, πολεοδομία και ιατρική!
Από το 1827 μέχρι το 1848, τα οδοφράγματα των εξεγερμένων Γάλλων, έφραζαν περιοδικά τον ιστό του Παρισιού δημιουργώντας αδιαπέραστες μη ελέγξιμες συνοικίες. Με το τέλος των εξεγέρσεων ο αυτοκράτορας Luis Napoleon και ο βαρώνος Haussmann, νομάρχης Παρισιού, έθεσαν σε εφαρμογή ένα σχέδιο μεταμόρφωσης της πόλης. Κοινό όραμα και των δύο η δημιουργία της αστικής πρωτεύουσας της Ευρώπης, κέντρο βιομηχανικής και εμπορικής δραστηριότητας αλλά και ο στρατηγικός έλεγχος της πόλης.
Τότε αρχίζει η χρήση όρων δανεισμένων από την ιατρική. Η πολεοδομική παρέμβαση-πίστευαν ή έτσι δήλωναν-θα γιατρέψει το άρρωστο σώμα του Παρισιού με την μέθοδο της χειρουργικής που θα αφαιρέσει τα άρρωστα κομμάτια του. Αυτά τα δάνεια επαναλαμβάνονται από τότε τόσο συστηματικά ώστε να θεωρούνται πολλές φορές αναπόσπαστο τμήμα της πολεοδομικής φρασεολογίας.
Mια νέα απαίτηση, η “υγιεινή” εμφανίζεται να προικίζει παλιές και νέες συνοικίες με “…φως, αέρα, πρασινάδα και λουλούδια σε ένα κόσμο που αποπνέει υγεία”. Ταυτόχρονα όμως, “..το συμφέρον της δημόσιας τάξης, που δεν είναι λιγότερο σημαντικό από αυτό της υγιεινής, απαιτεί να διανοιχθεί ένας πλατύς άξονας, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, σ’ αυτή την περιοχή των οδοφραγμάτων”.
Αγορές και βουλεβάρτα
Το Παρίσι έπρεπε να γίνει μια μεγάλη αγορά για κατανάλωση, ένα απέραντο εργαστήριο, ένα πεδίο φιλοδοξίας. Και για να συμβεί αυτό η πόλη έπρεπε να ανοίξει στον εαυτό της και στον κόσμο. Να αποκτήσει ένα δομημένο δίκτυο από βουλεβάρτα και λεωφόρους, να διαπλατυνθούν οι δρόμοι και να εξασφαλιστούν όλες οι εξυπηρετήσεις και οι υποδομές.
Τριάντα μέτρα πλατύ το βουλεβάρτο συγκεντρώνει τις υπηρεσίες και την κυκλοφορία της νέας πόλης. Το αστικό βουλεβάρτο ήταν χωρισμένο σε τρεις ζώνες. Τα πεζοδρόμια για περίπατο και ψώνια, ο δρόμος για την κυκλοφορία των οχημάτων και οι σειρές των δένδρων για να δημιουργούν το φράγμα ανάμεσα στα δύο προηγούμενα.
Ο Haussmann έτσι παρουσιάστηκε ως το πρωτότυπο του πολεοδόμου, εκπαιδευμένου στους μηχανισμούς της λογικής και της τάξης, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με την αδιαλλαξία της κοινωνικής ζωής και σαστίζει με τον ανθρώπινο παραλογισμό. Αποσυνδέθηκε από την πολιτική διάσταση των παρεμβάσεων του και μετατράπηκε στον ορθολογικό τεχνικό, τον αντικειμενικό πολεοδόμο, τον οραματιστή της νέας πόλης
Στο Παρίσι εγκαινιάστηκε η πολεοδομική πρακτική ως η ελπίδα του 20ου αιώνα ενάντια στην φτώχεια αλλά και στην επανάσταση. Αυτή η πρακτική αποτέλεσε κανόνα για τις ευρωπαϊκές αλλά και άλλες πόλεις, τόσο τον ύστερο 19ο όσο και τον 20ο αιώνα.
Οι γενναίοι νέοι κόσμοι
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ένας ώριμος πλέον καπιταλισμός, ένας παγκόσμιος πόλεμος, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, και μία σειρά επαναστάσεων με κορυφαία τη Σοβιετική Επανάσταση, γέννησαν τις καινούργιες ιδέες για το λαμπρό μοντέρνο μέλλον των πόλεων και της ανθρωπότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, μια εντελώς καινούργια πόλη ονειρεύεται ο Le Corbusier και το Μοντέρνο Κίνημα οι ιδέες του οποίου κωδικοποιούνται στην Χάρτα των Αθηνών το 1933. Γι’ αυτόν οι παλιές πόλεις ήσαν λίγο-πολύ για πέταμα. Γράφει λοιπόν ο Le Corbusier:
“Ο δρόμος είναι πάντα γεμάτος ανθρώπους…αρκετά χρόνια τώρα είναι και γεμάτος αυτοκίνητα …ο θάνατος μας παραμονεύει σε κάθε βήμα μας…ο δρόμος δεν είναι παρά στενό πέρασμα όπου μας καταπιέζουν οι τοίχοι των γύρω κτιρίων…”.
Στο όραμά του, “…ο αέρας είναι καθαρός, δεν υπάρχει σχεδόν κανένας θόρυβος, δεν μπορείς να δεις τα κτίρια’? κοίτα ανάμεσα στα κλαδιά των δένδρων προς τους γυάλινους πύργους που λάμπουν στην λιακάδα και αστράφτουν την νύχτα, είναι τεράστια κτίρια γραφείων…”. Όχι πια δρόμοι για κάρα αλλά δρόμοι -μηχανές κυκλοφορίας όπου τα αυτοκίνητα θα κινούνται στην βέλτιστη ταχύτητα.
Το κέντρο αυτής της νέας πόλης οργανώνεται γύρω από μεγάλους σιδηροδρομικούς σταθμούς, οι υπηρεσίες (διοίκηση, εμπόριο, αναψυχή) συγκεντρώνονται όλες μαζί σε πολυώροφα κτίρια μέσα σε εκτεταμένους χώρους πρασίνου. Η κατοικία, η βιομηχανία τακτοποιούνται σε διακεκριμένες ζώνες περιφερειακά του κέντρου.
Η συστηματική εφαρμογή των αρχών της πολεοδομίας του μοντέρνου κινήματος ήρθε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην κατεστραμμένη Ευρώπη που ξανάκτιζε τις πόλεις της, στη Ρωσία, την Κίνα, αλλά και σε νέες πρωτεύουσες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του οράματος είναι η πρωτεύουσα της Βραζιλίας, η Brazilia. Σχεδιάστηκε από τον πολεοδόμο Lucio Costa και τον αρχιτέκτονα Oscar Niemeyer. Κατασκευάστηκε εξ αρχής από το 1957 μέχρι το 1960 ως η νέα πρωτεύουσα της χώρας, ως κίνηση εθνικής υπερηφάνειας, ως σύμβολο της απόφασης της χώρας να γίνει μια μεγάλη οικονομική δύναμη. Εκεί μεταφέρθηκε όλη η κεντρική διοίκηση της χώρας, υπουργεία κλπ. Οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν οι υπάλληλοι του κράτους, στους οποίους δόθηκε 100% αύξηση μισθού για να τους πεισθούν ώστε να μετοικήσουν εκεί. Το 1987 η πόλη κηρύχθηκε από την Unesco μνημείο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Ο σημερινός ταξιδιωτικός οδηγός Lonely Planet περιγράφει την Brazilia ως τη μεγαλύτερη σχεδιασμένη πόλη του κόσμου που δημιουργήθηκε για αυτοκίνητα και κλιματιστικά, όχι για ανθρώπους. Εξηγεί στους τουρίστες ότι οι αποστάσεις είναι τεράστιες και κανείς δεν περπατά, ότι ο ήλιος καιει και υπάρχουν λίγα δένδρα για καταφύγιο.
Παραδεισένιες κηπουπόλεις
Ταυτόχρονα σχεδόν με την μοντέρνα πόλη παρουσιάστηκε μια εναλλακτική άποψη για την μορφή του αστικού χώρου. Είναι η κηπούπολη, η οποία ως ιδέα ξεκίνησε στην Αγγλία στις αρχές του 20ου αιώνα και αναπτύχθηκε με παρόμοιες μορφές στην Βόρεια Αμερική. Με τη δημιουργία των κηπουπόλεων επιχειρήθηκε να μειωθεί η πίεση στις μεγάλες πόλεις και να κατασκευασθούν μικρές πόλεις στην εξοχή οι οποίες θα συνδύαζαν τόσο τα πλεονεκτήματα της ζωής της πόλης όσο και τα πλεονεκτήματα της ζωής στο ύπαιθρο. Βασίστηκε στο όραμα μιας πόλης αποκεντρωμένης, με χαμηλή δόμηση, προαστιακού χαρακτήρα, ιεραρχικά δομημένης σε μια βάση ημιαυτόνομων γειτονιών. Η ιδέα της κηπούπολης είναι η βάση για την δημιουργία των σύγχρονων προαστίων.
Και οι δύο αντιλήψεις, μοντέρνα πόλη και κηπούπολη, όσο διαφορετικές και αν ήταν φαίνεται ότι είχαν παρόμοια αποτέλεσμα στην καταστροφή του παραδοσιακού πυκνού αστικού ιστού των πόλεων και στην δεκαετία του 1960 άρχισαν να αμφισβητούνται. Η διάκριση των χρήσεων γης των πόλεων, σε ανεξάρτητες ζώνες, εργαλείο που χρησιμοποιήθηκε συστηματικά στην μεταπολεμική πολεοδομία αμφισβητήθηκε ευθέως. Μεγάλα τμήματα των πόλεων παρ’ όλες τις καλές προθέσεις του σχεδιασμού τους ερήμωναν, ενώ τα παραδοσιακά κέντρα παρά τις “κακές συνθήκες” τους παρέμειναν ζωντανά και γοητευτικά. Εκεί γύρω στη δεκαετία του ’60 οι αστοί ανακάλυψαν ξανά την ομορφιά των παλαιών πόλεων, την ποικιλομορφία τους, την πολύχρωμη ιστορική τους ταυτότητα, πράγματα που είχαν ξεχάσει σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα.