ΚΕΝΤΡΟ ΠΟΛΗΣ, ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΝΙΣΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΕΤΕΡΟΤΗΤΑ
Μαρία Μαντουβάλου Προκλήσεις για την πολεοδομική σκέψη 1
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, μεγαλύτερη σαφήνεια αποκτά η κοινωνική διαίρεση της πόλης κατά εθνικές και πολιτισμικές προελεύσεις, που έρχεται συχνά να συντεθεί με την διαίρεση κατά εισοδήματα και δυνατότητες πρόσβασης στα αγαθά της οικονομικής ανάπτυξης. Έτσι η «πολυ-πολιτισμική πόλη», χαρακτηριστικό στοιχείο της σημερινής κοινωνικής οργάνωσης και όραμα του διεθνισμού, εμφανίζεται μάλλον ως μία εκρηκτική κοινωνικά πραγματικότητα.
Στο σημείωμα αυτό θέλομε να συνοψίσουμε ορισμένες σκέψεις για το Κέντρο της πόλης, προνομιακό αντικείμενο της πολεοδομικής πρακτικής σήμερα, διότι θεωρούμε ότι μέσα στα δεδομένα των αστικών μετασχηματισμών επενδύεται με ιδιαίτερες σημασίες, που θα πρέπει να ενσωματωθούν και στην πολεοδομική σκέψη.
1. Παραγωγικές μεταλλαγές και Κέντρα πόλης
Κατά την πρώτη μεταπολεμική 30ετία (1945-75), όταν δηλ. οι ευρωπαϊκές πόλεις χαρακτηρίζονται από υψηλούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης και επέκτασης προς την περιφέρειά τους και στην πολεοδομία κυριαρχούν οι αρχές του μοντερνισμού, τα ιστορικά Κέντρα των πόλεων δεν υπέστησαν τα αποτελέσματα παρεμβάσεων, σύμφωνα με τις τότε κυρίαρχες αρχές του Zoning και της Χάρτας της Αθήνας, που τόσο έχουν εκ των υστέρων κριτικαριστεί.
Η πολυπλοκότητα και αλληλεξάρτηση των λειτουργών τους, συνυφασμένη με την ιστορία τους και η μεγάλη συμβολική και οργανωτική τους δύναμη, συνετέλεσαν ώστε τα Κέντρα αυτά να διατηρήσουν όχι μόνο τμήματα του παλαιού κτιριακού τους αποθέματος, αλλά και, σε γενικές γραμμές, την παλιά χωρική τους οργάνωση. Βέβαια απομακρύνθηκαν από αυτά, σε μεγάλο βαθμό, τα ανερχόμενα μεσαία στρώματα. Έμειναν όμως εκεί, κατοικίες, λαϊκών (και όχι μόνον) στρωμάτων, καθώς και δευτερογενείς και τριτογενείς δραστηριότητες, συνήθως σε μια ανάμειξη που απέκλινε από τις τότε κυρίαρχες ιδέες.
Σε επίπεδο διατύπωσης αρχών σχεδιασμού, οι απόψεις του Μοντέρνου Κινήματος για το Κέντρο πόλης δεν περιορίστηκαν στη Χάρτα της Αθήνας. Το 1951 έγινε το 8ο C.I.A.M. στο Hoddeston της Αγγλίας με θέμα «Η καρδιά της πόλης» (Tyrwhitt κ.ά.). Συμμετείχαν εκεί όλα σχεδόν τα μεγάλα ονόματα του κινήματος, τόσο της γενιάς των «πρωτοπόρων» του μεσοπολέμου, όσο και της γενιάς της αμφισβήτησης. Οι θέσεις που διατυπώθηκαν για το Κέντρο της πόλης καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα: από την ανάγκη οργάνωσης εξειδικευμένων ζωνών χρήσεων, μέχρι την ανάγκη εξασφάλισης προϋποθέσεων που θα καταστήσουν το Κέντρο πόλη προνομιακό τόπο έμπρακτης συμμετοχής στα κοινά, διαπαιδαγώγησης, αυθόρμητης έκφρασης και καλλιέργειας συνείδησης πολίτη. Μπορούμε τελικά να πούμε ότι στο ζήτημα του Κέντρου πόλης εκφράστηκε με αρκετή ενάργεια η εσωτερική αμφισβήτηση των CIAM προς τις αρχές του διαχωρισμού των λειτουργιών και της κατάτμησης της πόλης σε «ζώνες».
Από την 10ετία του 1970, στα βιομηχανικά κράτη ανακόπτονται οι ρυθμοί αύξησης του πληθυσμού των αστικών κέντρων και οι, μεγάλης κλίμακας, ανοικοδομήσεις συγκροτημάτων οργανωμένης δόμησης στην περιφέρειά των. Σειρά οικονομικών και κοινωνικών μεταβολών ανατρέπουν το μοντέλο αστικής ανάπτυξης της πρώτης μεταπολεμικής 30ετίας. Από την 10ετία του 1980 το ενδιαφέρον της πολεοδομίας μετατοπίζεται προς στις αναπλάσεις, ενώ αμφισβητούνται όχι μόνον οι αρχές της Χάρτας της Αθήνας, αλλά και γενικότερα, του μοντερνισμού.
Στο θεωρητικό πεδίο, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην ποιοτική διάσταση του σχεδιασμού. Η πολυλειτουργικότητα του αστικού χώρου, οι διαβαθμίσεις του δημόσιου χώρου, η αρχιτεκτονική έκφραση της πόλης είναι τα θέματα που αρθρώνουν πλέον το λόγο και την πρακτική των πολεοδόμων, χωρίς ωστόσο να συγκροτούνται σε ένα συνεκτικό πλαίσιο αρχών σχεδιασμού, ανάλογα με εκείνο του μοντέρνου κινήματος.
Ποιο είναι όμως το παραγωγικό και κοινωνικό υπόβαθρο αυτής της μεγάλης μεταστροφής της πολεοδομικής πρακτικής; Και τι συμβαίνει το Κέντρο πόλης;
Σε διεθνές επίπεδο, οι μεγάλες αλλαγές στην τεχνολογία, που συναρτώνται με μεγάλες αλλαγές στην γεωγραφία της παραγωγής, με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και την αποβιομηχάνιση των ανεπτυγμένων βιομηχανικών περιοχών, μεταβάλουν ριζικά την παραγωγική βάση και τη δομή της πόλης (Jacobs J.). Στην Ευρώπη ειδικότερα, τα πολιτικά δεδομένα της Ένωσης, συνεπάγονται συνεχή σταδιακή μείωση της σημασίας των κρατικών συνόρων και την εισαγωγή πολιτικών που προσδίδουν σημαντική αυτονομία στο τοπικό επίπεδο. Μέσα από τέτοιες διαδικασίες ο ανταγωνισμός των πόλεων για την εξασφάλιση καλύτερης θέσης, μέσα στο ευρωπαϊκό αστικό δίκτυο, γίνεται ομόλογος του ανταγωνισμού των κρατών – ή και τον υποκαθιστά.
Οι μεταλλαγές αυτές προσδίδουν ιδιάζουσα σημασία στο Κέντρο πόλης, που αποτελεί τον φυσικό και κοινωνικό χώρο όπου κατ΄εξοχήν συνδυάζονται οι δραστηριότητες και σχέσεις που συναρτούν το τοπικό, το εθνικό και το διεθνές επίπεδο, που, άλλωστε, όλο και περισσότερο συμπλέκονται. Οι φορείς της εξουσίας, οι λειτουργίες διεύθυνσης και διαχείρισης της παραγωγικής και κοινωνικής ζωής, που συνεχώς διευρύνονται, διεκδικούν την εγκατάσταση σε Κεντρικές περιοχές. Αλλά και οι εξελίξεις στην ίδια την παραγωγική διαδικασία προσδίδουν ιδιάζουσα σημασία στο Κέντρο της πόλης. Τομείς όπως ο πολιτισμός, η ποιότητα ζωής, η ποιότητα του αστικού περιβάλλοντος, αποτελούν πλέον προνομιακά πεδία επένδυσης και –στο πλαίσιο του ανταγωνισμού των πόλεων- συναρτώνται άμεσα με την εξέλιξη των μεγεθών της οικονομίας. Έρχονται δε επίσης να εγκατασταθούν στο Κέντρο, που ανάγεται σε σημαντικό παράγοντα του κύρους και της οικονομικής και πολιτικής ισχύος της πόλης. Έτσι, το Κέντρο πόλης επικυρώνεται ως οντότητα που έχει ιδιαίτερη σημασία τόσο για την πολιτική, όσο και για την οικονομική εξουσία.
2. Κοινωνικές / πολιτικές διαστάσεις των Κέντρων πόλης
Οι σημερινές κυρίαρχες τάσεις στην παραγωγή και οι αντίστοιχες μεταλλαγές στις χρήσεις και οργάνωση των Κέντρων πόλης, τείνουν να διαβρώσουν τον ιδιάζοντα ρόλο που έχουν αυτά ως κατ΄εξοχήν δημόσιος χώρος (Habermas J.) και προνομιακός τόπος έκφρασης της «κοινωνίας των πολιτών». Η θέση αυτή για το ρόλο του Κέντρου πόλης παραπέμπει στην σύνθετη, αλλά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, θεωρητική συζήτηση για συναρτήσεις χωρικής και κοινωνικής οργάνωσης. Εδώ θα περιοριστούμε σε ορισμένες αξιωματικές επισημάνσεις. Ιδιαίτερα χρήσιμη είναι, πάντως, μια συνοπτική σχετική διατύπωση του Κ. Καστοριάδη.2
«Από την άποψη της πολιτικής οργάνωσης μια πολιτεία αρθρώνεται πάντα με τρόπο σαφή ή υπόρρητο, σε τρεις σφαίρες: 1) Αυτό που οι Έλληνες θα ονόμαζαν οίκος δηλ. “σπίτι”, η οικογένεια, η ιδιωτική ζωή, 2) η αγορά, ο δημόσιος-ιδιωτικός χώρος όπου τα άτομα συναντώνται συζητούν, πραγματοποιούν ανταλλαγές ή διαμορφώνουν συλλόγους και επιχειρήσεις, δίνουν θεατρικές παραστάσεις, ιδιωτικές ή επιχορηγούμενες, αδιάφορα. Πρόκειται γι΄αυτό που από τον 18ο αιώνα ονομάζουν κοινωνία πολιτών, ένα όρο που δημιουργεί σύγχυση, η οποία μάλιστα έχει ενταθεί κατά την πρόσφατη περίοδο, 3) η εκκλησία, ο δημόσιος-δημόσιος χώρος, η εξουσία, η σφαίρα όπου ασκείται, υπάρχει, έχει κατατεθεί η πολιτική εξουσία».
Η (κοινωνική) «αγορά» στην οποία αναφέρεται το κείμενο (που σήμερα συνεχώς και περισσότερο αντιδιαστέλλεται, χωρίς να μπορεί να διαχωριστεί με σαφήνεια, από την οικονομική αγορά), υλοποιείται επομένως, στους χώρους και χρόνους όπου εκφέρονται δημόσια ιδέες και πρακτικές όπου το άτομο συμμετέχει με την αίσθηση ότι επιτελεί μια δραστηριότητα μαζί με άλλους και ότι αυτή δημοσιοποιείται· ότι με το λόγο του ή και μόνο με την συμπεριφορά του, το ντύσιμό του, την παρουσία του, μεταδίδει ένα μήνυμα, συναρτημένο με την ταυτότητά του και την ιδιαίτερη δική του θέση σε ένα σύνολο που (και τον) αναγνωρίζει.
Ιστορικά – και εξ ορισμού – το Κέντρο είναι ο εν δυνάμει προνομιακός τόπος άτυπης συνάντησης και πολλαπλής, έμμεσης επικοινωνίας τόσο των κατοίκων της πόλης, όσο και των επισκεπτών της. Είναι ο τόπος που συμπυκνώνονται οι χώροι και οι χρόνοι όπου αυτοί συγ«κεντρώνονται» και προωθείται έτσι η αίσθηση της συμμετοχής τους σε ευρύτερες συλλογικότητες. Ο τόπος όπου τα μέλη της κοινότητας μπορούν να διατυπώσουν τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις και διεκδικήσεις τους και να συμμαχήσουν – ή να συγκρουστούν – με τους άλλους. Η φυσική συνεύρεση, η θέαση τρόπων ζωής και συμπεριφορών, η όσμωση των κοινωνικών, ηλιακών και πολιτισμικών ετεροτήτων που συγκροτούν την πόλη, δεν είναι δυνατή, παρά μόνο στο Κέντρο της, ή, καλύτερα, ορίζει το Κέντρο της. Έτσι, σε μια περίοδο όπου οι κοινωνικές ανισότητες εντείνονται, το Κέντρο πόλης αποκτά μια ιδιάζουσα σημασία, σε αναφορά με το «αίτημα» της κοινωνικής συνοχής. Γίνεται δηλαδή, όχι μόνον ο προνομιακός τόπος έκφρασης των σχέσεων που θέλουμε να υποδηλώσουμε με την έννοια της (κοινωνικής) «αγοράς» αλλά και μέσο για την προώθησή τους. Πρέπει όμως να συνειδητοποιήσουμε ότι η ανταπόκριση του Κέντρου πόλης σε ένα τέτοιο ρόλο, προϋποθέτει την φυσική συνεύρεση σε αυτό όλων των κοινωνικών ομάδων που έχουν «δικαίωμα στην πόλη», όσο και αν αυτές έχουν άνισα μέσα και, ίσως, διαφορετική πολιτισμική έκφραση. Προϋποθέτει, επομένως και τη συνύπαρξη σε αυτό δραστηριοτήτων που αφορούν την καθεμιά από αυτές. Θέλουμε να τονίσουμε ιδιαίτερα το σημείο αυτό, διότι θεωρούμε ότι έχει ιδιαίτερη σημασία στη σημερινή συγκυρία, όπου οι εκδηλώσεις μισαλλοδοξίας φαίνεται ότι πολλαπλασιάζονται. Μόνο μέσα από την όσμωση των κοινωνικών ομάδων μπορεί η ετερότητα να βιωθεί με ανοχή και να αναπτυχθεί η συνείδηση της πολιτισμικής πολλαπλότητας –πολιτικό σχέδιο που γίνεται όλο και περισσότερο επίκαιρο.
Μπορεί το Κέντρο πόλης να ανταποκριθεί σ΄αυτό το ρόλο, στο πλαίσιο των κυρίαρχων σήμερα οικονομικών και πολιτικών τάσεων; Ευνοείται η κατεύθυνση αυτή από τις τρέχουσες πολεοδομικές αντιλήψεις και πρακτικές; Είναι, νομίζω, τα πιο ουσιαστικά ερωτήματα σήμερα, όταν μιλάμε ως πολεοδόμοι για το Κέντρο της πόλης.
3. Πολεοδομικές αναπλάσεις και κοινωνικά «τείχη»
Η σημασία που παίρνουν οι πόλεις ως οντότητες με σχετική αυτονομία απ΄τον κρατικό μηχανισμό, εκφράζεται και με την πολιτική και οικονομική ισχυροποίηση της τοπικής αυτοδιοίκησης. Οι Δήμοι αντλούν τα έσοδά τους, όλο και περισσότερο, από την φορολόγηση των δραστηριοτήτων που βρίσκονται στην περιοχή τους. Το γεγονός δε αυτό, εντείνει τον ανταγωνισμό των πόλεων για την προσέλκυση των πιο αποδοτικών δραστηριοτήτων. Αναπτύσσεται έτσι στους Δήμους, από τα πράγματα, μια επιχειρηματική λογική που συμβαδίζει, με το όλο σημερινό οικονομικό κλίμα. Η «ανταποδοτικότητα» ανάγεται σε βασικό κριτήριο κάθε παρέμβασης ή επιχείρησης, ακόμη και του Δημόσιου τομέα.
Οι δικαιοδοσίες των Δήμων στα ζητήματα της πολεοδομίας διευρύνονται. Στο πλαίσιο δε του ανταγωνισμού, η αύξηση της ελκτικότητας των και η προσέλκυση των δραστηριοτήτων που θα συμβάλουν σε αυτή, γίνονται στόχος των πολεοδομικών παρεμβάσεων. Φυσικά οι αναπλάσεις στα Κέντρα των πόλεων αποκτούν έτσι ιδιαίτερη σημασία.
Παράλληλα η γενικότερη συγκυρία στην παραγωγή με την αλλαγή τεχνολογίας και το κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα του δευτερογενούς τομέα, δημιουργεί, ακόμη και μέσα στον ιστό του Κέντρου των πόλεων, περιοχές που υποβαθμίζονται ή και ερημώνουν. Φυσικά αυτές προσφέρουν κατ΄εξοχήν δυνατότητες για τον προγραμματισμό αναπλάσεων. Οι στόχοι των αναπλάσεων, μέσα στο γενικότερο πλαίσιο, είναι δεδομένοι: Εμπλουτίζουν τα Κέντρα με εγκαταστάσεις γραφείων, πολιτιστικών δραστηριοτήτων, ψυχαγωγίας και εμπορίου υψηλής ποιότητας. Προσφέρουν κατοικία για τα μεσαία και υψηλά εισοδήματα που τείνουν να επανακατοικήσουν στο Κέντρο που είχαν, κατά την προηγούμενη περίοδο, εγκαταλείψει. Ακόμη, τείνουν να ενισχύσουν την ιδιαίτερη εικόνα και χαρακτήρα του χώρου με τον κατάλληλο σχεδιασμό και αρχιτεκτονική. Στο λόγο που συνοδεύει αυτήν την πολεοδομική πρακτική, κυριαρχούν έννοιες-κλειδιά, όπως η πολυλειτουργικότητα, οι ποιοτικές διαβαθμίσεις των χωρικών διαμορφώσεων, τα «συμβάντα» (Tschumi B., 1994).
Ποιές είναι όμως, οι επιπτώσεις αυτής της πολεοδομικής πρακτικής στον κοινωνικό χαρακτήρα το Κέντρου και στη συνολική συγκρότηση των πόλεων;
Οι έρευνες, σε σειρά μεγάλων και μεσαίων ευρωπαϊκών πόλεων δείχνουν ότι οι αναπλάσεις που έγιναν, κατέληξαν σε αναβάθμιση μεν των Κέντρων, εκδίωξη όμως από αυτά των χαμηλών εισοδημάτων μαζί με τις δραστηριότητες που τα αφορούν: Οι εργάτες, οι μετανάστες, οι περιθωριακές ομάδες αναγκάζονται να τα εγκαταλείψουν, στο βαθμό που μειώνονται τα αποθέματα υποβαθμισμένης –και γι΄αυτό φθηνής- κατοικίας. Οι βιοτεχνίες, το φθηνό εμπόριο, συγκεκριμένα είδη ψυχαγωγίας κ.ο.κ., εξαφανίζονται επίσης, μέσα από τους μηχανισμούς αύξησης των τιμών της γης, άμεσο παρεπόμενο των αναπλάσεων (Smith, N.,1996). Οι μηχανισμοί μεταβολής του είδους των εγκαταστάσεων και της εισοδηματικής διαστρωμάτωσης των αποδεκτών τους, μέσω της αύξησης των τιμών της γης, ενεργοποιούνται αναπόφευκτα όταν επενδύονται κεφάλαια στην οικοδόμηση. Στο πλαίσιο δε της σημερινής οικονομικής συγκυρίας, φαίνεται ότι είναι και πρακτικά αδύνατο να αναπτυχθούν πολιτικές που να αναιρούν αποφασιστικά αυτούς τους μηχανισμούς. Έτσι, τελικά, οι πολεοδομικές αναπλάσεις συμβάλλουν μεν στην αναβάθμιση των Κέντρων, έχουν όμως ως τίμημα την σταδιακή απομάκρυνση από αυτά συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, τόσο ως κατοίκων όσο και, γενικότερα, ως χρηστών των δραστηριοτήτων τους. Μια συστηματική πολιτική δε, αναπλάσεων για την αναβάθμιση του Κέντρου πόλης, κατά φαινομενικά μόνο αντιφατικό τρόπο, προωθεί την σαφέστερη αποτύπωση της κοινωνικής ανισότητας στο χώρο και συμβάλλει στο να αποκρυσταλλωθεί αυτή ως κοινωνικός διαχωρισμός και γκετοποίηση. Με αυτήν την έννοια υπάρχει κίνδυνος, μέσω των πολεοδομικών αναπλάσεων να υψώσουμε γύρω από τα Κέντρα πόλης αόρατα αλλά πολύ ισχυρά «τείχη» που τα καθιστούν απόρθητα από τα υποπρονομιούχα κοινωνικά στρώματα.
Βεβαίως, με όσα αναπτύσσονται πιο πάνω, δεν εννοούμε ότι κάθε ανάπλαση στο Κέντρο πόλης έχει ως συνειδητό στόχο την απομάκρυνση από αυτό των ασθενέστερων οικονομικά ομάδων. Το αντίθετο μάλιστα. Οι στόχοι που διατυπώνονται είναι συνήθως πλουραλιστικοί, και τα αποτελέσματα μπορεί να είναι, σε μεγάλο βαθμό ασυνείδητα όχι μόνο από τους πολεοδόμους, αλλά και από τους πολιτικούς. Η οικονομική συγκυρία, όμως, που ωθεί σε αναπλάσεις και σε μηχανισμούς που ενεργοποιούνται από αυτές τουλάχιστον στα Κέντρα πόλης, έχουν από τα πράγματα ως αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση των «άϋλων κοινωνικών τειχών».
Ένα πρώτο βήμα πολεοδόμων και πολιτικών για την αποφυγή της εγκαθίδρυσης μηχανισμών αποκλεισμού, είναι η συνειδητοποίησή τους. Μεθοδικά, σε κάθε παρέμβαση πρέπει να διερευνώνται οι κοινωνικές ομάδες που βλάπτονται ή ευνοούνται από τα συγκεκριμένα έργα. Η διερεύνηση δε αυτή δεν μπορεί να περιορίζεται σε «κοινωνικούς εταίρους» που είναι ήδη οργανωμένοι και εντός του συστήματος των διοικητικών μηχανισμών. Πρέπει κυρίως να αντιληφθούμε τις επιπτώσεις στις ομάδες που δεν έχουν νομικά δικαιώματα και δυνατότητες συλλογικής έκφρασης. Να συνειδητοποιήσουμε δε ότι κυρίως οι επιπτώσεις σε αυτές τις ομάδες θίγουν τους ευρύτερους μηχανισμούς κοινωνικής συνοχής και ιδεολογίας, για τους οποίους το Κέντρο πόλης αποτελεί, όπως πριν αναπτύχθηκε, τόπο έκφρασης και μέσο προώθησης.
Βασική σημασία έχει επίσης να καταλάβουμε τα όρια που έχει το εργαλείο των αναπλάσεων. Δεν είναι δυνατόν να επέμβουμε σε κάθε υποβαθμισμένη περιοχή του Κέντρου, με αποτέλεσμα την ανάλογη εκδίωξη των κοινωνικών ομάδων που την χρησιμοποιούν. Επειδή δε οι μηχανισμοί της γαιοπροσόδου λειτουργούν αμείλικτα, μόνη κοινωνικά αποδεκτή προοπτική είναι η προσπάθεια για ένα Κέντρο πόλης, που θα είναι ένα «μωσαϊκό» μικροπεριοχών διαβαθμισμένων -οικονομικά και κοινωνικά- δραστηριοτήτων. Ένα Κέντρο πόλης, που θα περιλαμβάνει στον ιστό του και υποβαθμισμένες περιοχές και θα επιτρέπει έτσι τη γειτνίαση και όσμωση των κοινωνικών ετεροτήτων.
Πρέπει οι πολεοδόμοι να εισάγουν στα κριτήριά τους, παράλληλα με την αρχή της πολυλειτουργικότητας και την αρχή της κοινωνικής πολυσυλλεκτικότητας: Ό,τι, περισσότερο ίσως και από τη λειτουργία, χαρακτηρίζει τους αστικούς χώρους, είναι ο τρόπος οικειοποίησής τους από τα κοινωνικά υποκείμενα. Κάθε λειτουργία, κάθε παρέμβαση πρέπει να αξιολογείται σε συνάρτηση με τους αποδέκτες της, που είναι πάντα άτομα με συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά και δυνατότητες. Σε αυτήν τη βάση, μπορούμε τουλάχιστον να έχουμε μεγαλύτερη συνείδηση των επιπτώσεων της πολεοδομικής πολιτικής.
4. Κέντρα πόλης στην Ελλάδα
Στις Ελληνικές πόλεις από την δεκαετία του 1970, οι επιφάνειες κεντρικών χρήσεων, ιδιαίτερα δε εκείνες που συναρτώνται με την ιδιωτική κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών, συνεχώς αυξάνονται. Οι λόγοι πρέπει να αναζητηθούν στην γενική άνοδο των εισοδημάτων ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1980, στην χρηματική ρευστότητα και ροπή σε κατανάλωση συγκεκριμένων και πλατειών εισοδηματικών στρωμάτων, σε ευρύτερους μετασχηματισμούς της οικονομίας. Πρέπει δε να αναγνωρίσομε ότι η ανάπτυξη των κεντρικών χρήσεων, εκτός από τα προβλήματα που γενικά επισημαίνονται, είχε και πολύ θετικά αποτελέσματα στην οργάνωση των πόλεων: Οι κεντρικές χρήσεις εξαπλώθηκαν, σε μεγάλο βαθμό, προς την περιφέρεια, τόσο του Εθνικού χώρου, όσο και των μεγάλων πόλεων. Μειώθηκε έτσι και το χάσμα μεταξύ Πρωτεύουσας, μεγάλων αστικών κέντρων και επαρχίας, καθώς και μεταξύ Κέντρου πόλης και περιφερειακών συνοικιών. Παρά τη μεγάλη δε ανάπτυξη κεντρικών χρήσεων πάνω στους μεγάλους κυκλοφοριακούς άξονες, αναπτύχθηκαν πολύ και τα κέντρα των πόλεων. Ιδιαίτερα θέλομε να επισημάνομε ότι τα Κέντρα πόλης που αναπτύχθηκαν, παρουσιάζουν σε γενικές γραμμές ισορροπημένο κοινωνικά χαρακτήρα, εφ΄όσον συγκεντρώνουν δραστηριότητες που αποτείνονται σε ένα μεγάλο φάσμα κοινωνικών στρωμάτων. Σε πάρα πολλά μάλιστα από τα Κέντρα μεσαίων και μικρών πόλεων, οι πεζοδρομήσεις και κυκλοφοριακές ρυθμίσεις που πραγματοποιήθηκαν ως αποτέλεσμα της Επιχείρησης Πολεοδομική Ανασυγκρότηση, είχαν πολύ θετικά αποτελέσματα στη λειτουργία και εικόνα τους, χωρίς να αναιρεθεί ο πολυσυλλεκτικός, κοινωνικά, χαρακτήρας τους. Από την άποψη της πολεοδομικής πολιτικής, πρέπει να επισημάνομε ότι οι πιο πάνω θετικές εξελίξεις έχουν κυρίως πραγματοποιηθεί μέσα από τις δυνάμεις της αγοράς και τις ευρύτερες διαδικασίες ανάπτυξης του χώρου στην Ελλάδα, και όχι από την εφαρμογή συστηματικής πολεοδομικής πολιτικής. Οι παράγοντες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη των σημερινών κέντρων είναι, κυρίως, η γεωγραφική θέση των προϋφιστάμενων πυρήνων, η δομή του αστικού ιστού, η εγκατάσταση συγκεκριμένων χρήσεων που απετέλεσαν πόλο, λειτουργία βάσης, για την προσέλκυση και άλλων, με τις οποίες συνιστούν ένα λειτουργικό σύστημα και ο τρόπος που μέχρι τώρα λειτούργησε το κατασκευαστικό κεφάλαιο. Θέλουμε, επίσης, να επισημάνομε ιδιαίτερα τη μεγάλη οργανωτική δύναμη που έχει το Κέντρο της Αθήνας. Παρά τη μεγάλη απομάκρυνση της κατοικίας αλλά και άλλων χρήσεων σημαντικών και πολυσυλλεκτικών, παρά τη ρύπανση, τη μόλυνση, τις μεγάλες δυσκολίες προσπέλασης, κ.ο.κ. οι χώροι που αδειάζουν καλύπτονται με νέες χρήσεις. Οι χρήσεις δε αυτές εξασφαλίζουν σε διάφορα τμήματα του Κέντρου κίνηση σε όλο το 24ωρο, ενώ συγχρόνως έχουν αναφορά σε ένα μεγάλο κοινωνικό φάσμα αποδεκτών. Πραγματικά, το Κέντρο της Αθήνας είναι παράδειγμα οργάνωσης του χώρου σαν ένα μωσαϊκό μικροπεριοχών με διαβαθμισμένες οικονομικά και κοινωνικά, δραστηριότητες: Περιλαμβάνει π.χ. τόσο το Κολωνάκι, όσο και το Γκαζοχώρι ή την Πλατεία Βάθης. Μόνη δε η Ομόνοια είναι ένας χαρακτηριστικός τόπος διασταυρωνόμενων κινήσεων και άτυπων επαφών μεταναστών και μικροαστών, δικηγόρων, φοιτητών και ανέργων, νέων και ηλικιωμένων. Είναι δε φυσικό το ότι η δυναμική αυτή σύνθεση των κοινωνικών ετεροτήτων εκφράζεται με πολεοδομική αναρχία και θύλακες «υποβάθμισης» στο χώρο. Η μεγάλη πρόκληση για την Αθήνα σήμερα, είναι η αντιμετώπιση των πολεοδομικών προβλημάτων της, χωρίς απώλεια του χαρακτήρα του Κέντρου της. Ο κίνδυνος «κοινωνικής ομοιογενοποίησής» του είναι ήδη ορατός σήμερα (2000) με τις αναπλάσεις ή μάλλον τα βήματα προς «εξευγενισμό» (gentrification) σε τμήματά του παραδοσιακά «υποβαθμισμένα», όπως του Ψυρρή, αλλά και το Μεταξουργείο ή το Γκαζοχώρι. Πρέπει δε ιδιαίτερα να επισημανθεί ότι ο «εξευγενισμός» δεν προχωράει παράλληλα με σημαντικές επεμβάσεις στο πλαίσιο ενός συγκροτημένου προγράμματος ανάπλασης, αλλά ενεργοποιείται με ελάχιστες παρεμβάσεις: λίγες πεζοδρομήσεις στα τέλη της 10ετίας του ΄80 στου Ψυρρή, το Πολιτιστικό Κέντρο στη θέση του εργοστασίου του Γκαζιού, επίσης από την 10ετία του ΄80, πρόσφατα η πλατεία στον ακάλυπτο του Οικοδομικού τετραγώνου του Μεταξουργείου. Πολύ βασικός παράγοντας στην κατεύθυνση του «εξευγενισμού» και κοινωνικής ομοιογενοποίησης των Κέντρων πόλης είναι οι μεταλλαγές που προκαλούνται στην οργάνωση του τομέα της οικοδόμησης, σε άμεση συνάρτηση με τις ευρύτερες οικονομικές μεταλλαγές και τα δεδομένα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Με δεδομένο δε ότι στις χώρες της Ευρώπης κυριαρχεί το μεγάλο κατασκευαστικό κεφάλαιο, σημειώνονται σταδιακά αλλαγές και στην Ελλάδα, στην κλίμακα του οικοδομικού κεφαλαίου και, επομένως στην κλίμακα των οικοδομικών έργων και των κτιριακών συγκροτημάτων. Σ΄αυτό το πλαίσιο, οι υφιστάμενες διαδικασίες εγκατάστασης χρήσεων και δραστηριοτήτων μεταβάλλονται. Είναι εύλογο δε ότι τα Κέντρα των πόλεων προσελκύουν επενδύσεις μεγάλου κεφαλαίου και συγκεκριμένες, υψηλής απόδοσης και γοήτρου, λειτουργίες. Θα επιμείνομε στο σημείο αυτό γιατί είναι ίσως το πιο κρίσιμο για την άσκηση πολεοδομικής πολιτικής στα Κέντρα πόλης. Οι προοπτικές επικράτησης του μεγάλου κατασκευαστικού κεφαλαίου, με καταστροφικά αποτελέσματα σε όσους εμπλέκονται στην οικοδομή, επισημαίνονται από τις οργανώσεις της αριστεράς σαν «κίνδυνος» ήδη από την 10ετία του 1970 σε κάθε συζήτηση για θεσμικές αλλαγές, χωρίς όμως, για μια μακριά περίοδο, να επιβεβαιώνονται. Το 1996, στην εισήγηση «Κρίση του Κέντρου πόλης;» (από την οποία προέρχονται τμήματα του κειμένου αυτού) αναφερόμασταν σε ενδείξεις ποιοτικών αλλαγών προς την κατεύθυνση αυτή. Αυτές είναι σήμερα σαφείς, με την εισαγωγή κατασκευαστικών εταιριών στο χρηματιστήριο, τις συγχωνεύσεις, την σύμπτυξη ομίλων κ.ο.κ. Είναι δε αισθητές και οι μεταλλαγές στην ίδια την οργάνωση της οικοδομικής δραστηριότητας, με την κατασκευή (σχετικά πιο μεγάλων) συγκροτημάτων εμπορίου και ψυχαγωγίας, των συγκροτημάτων κατοικίας κ.ο.κ., που εντείνεται. Θέλουμε όμως εδώ να επισημάνουμε ότι οι μεταλλαγές αυτές είναι σύνθετες, με βασικό χαρακτηριστικό ότι το πολεοδομικό με το επιχειρηματικό επίπεδο αλληλοεξαρτώνται στενά. Στις «υποβαθμισμένες» και πάντως σαφώς πιο φθηνές περιοχές του Κέντρου της Αθήνας, φαίνεται ότι ασκείται, από τουλάχιστον το ξεκίνημα των (περιορισμένων) έργων ανάπλασης, και εντείνεται, κερδοσκοπία στη με τη δημιουργία «πακέτων γης» από ενδιαφερόμενους να επωφεληθούν από τις προοπτικές της «αναβάθμισης», την οποία και επιδιώκουν. Οι πρακτικές αυτές δεν έχουν φορέα ακριβώς το «μεγάλο», «πολυεθνικό» κλπ. κατασκευαστικό κεφάλαιο, αλλά, αντίστροφα, επιδιώκουν τη δημιουργία κεφαλαίων, τις μεταλλαγές και στην οικοδομική δραστηριότητα, την προσέλκυση-συνεργασία με το διεθνές επιχειρηματικό κεφάλαιο κ.ο.κ. Αξίζει, νομίζω, ως πολεοδόμοι, να εμβαθύνομε στην κατανόηση των διαδικασιών αυτών, όπως πραγματικά γίνονται στις πόλεις μας, ώστε να μην κυνηγάμε φαντάσματα ή σχεδιάζουμε πάντα με την αίσθηση της ματαιότητας. Και πάντως πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η προβολή ενός γενικού αιτήματος «αναπλάσεων» των Κέντρων πόλης, χωρίς στρατηγική και εξειδικεύσεις, ενέχει και τον κίνδυνο αλλοίωσης του χαρακτήρα των, μείωσης της σημερινής πολυλειτουργικότητάς τους και, κυρίως, της κοινωνικής τους πολυσυλλεκτικότητας. Και εκεί, προσωπικά εντοπίζω εν δυνάμει κρίση του Κέντρου πόλης στην Ελλάδα, και ειδικότερα του Κέντρου της Αθήνας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Castoriadis, C., (1996) La montée de l’ insignifiance, Paris: Seuil. Ελλ. Μετάφραση «Η άνοδος της ασημαντότητος». Αθήνα: Ύψιλον βιβλία.
- Habermas, J., (1973) L’ espace public, col. Critique de la politique, Paris: Payot (Γερμανική έκδοση 1961).
- Jacobs, M.J., (1996) Edge of empire, Postcolonialism and the city, London and New York: Routledge.
- Smith, Neil (1996), The New Urban Frontier Gentrification and the revanchist city, London and New York: Routledge.
- Tschumi, B., (1994), Event-cities (praxis), The MIT Press.
- Tyrwhitt, J., Rogers E.N., (1952), The heart of the city, London: Lund Humphries.
1 Τμήματά της δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Μανδραγόρας, τεύχος 12-13 Μάιος – Σεπτέμβριος 1996, σελ. 54-55 ή σε Εισήγηση με θέμα: «Κρίση του Κέντρου πόλης;» στο Εθνικό προσυνέδριο που οργάνωσε ο Δήμος Αθηναίων «Προς τη Νέα Χάρτα της Αθήνας; Από την «οργανική πόλη» στην πόλη των πολιτών». Μάιος 1996.
2C.Castoriadis (1998) De l’ autonomieenpolitique. L’ hommeprivatisé. Στο Mondediplomatique, Φεβρουάριος 1998, σελ. 23, κείμενο συνέντευξης στον RobértRedekel στις 22.3.97. Για το ίδιο θέμα βλ. και C.Castoriadis (σ. 228-29).