παρρησία
παρρησία, Ετυμολογία: [<αρχ. παρρησία < πᾶν + ῥῆσις] (Το μεγαλύτερο λεξικό Συνωνύμων – Αντιθέτων) ελευθεροστομία Ουσ. ειλικρινής και θαρραλέα έκφραση γνώμης Για την έννοια αυτή και ►[έκφραση των πραγματικών αισθημάτων ή σκέψεων κάποιου]ειλικρίνειαφυσικότητα [ειλικρινής και θαρραλέα έκφραση γνώμης]ελευθεροστομία: η εφημερίδα μας διακρίνεται για την ελευθεροστομία τηςπαρρησίαθάρρος της γνώμης
Όλο το άρθρο